Βαθιά ύφεση και υψηλή ανεργία προβλέπει για την Κύπρο όχι μόνο για το 2013, αλλά και για το 2014, το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου, καταθέτοντας παράλληλα τις δικές του προτάσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, μία υποχώρηση των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες κατά 20 με 30% θα προκαλούσε ύφεση 9%-12% και ανεργία γύρω στο 20%.
Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη, είναι φανερό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποίησε (κατά γενική ομολογία βάναυσα) την Κύπρο για να στείλει το μήνυμα ότι δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, και η κάθε χώρα-μέλος πρέπει να αναλαμβάνει τις συνέπειες της οικονομικής κακοδιαχείρισής της. Ωστόσο, το γεγονός ότι η κυπριακή οικονομία έχει καταστραφεί στα πλαίσια της Ευρωζώνης “δε συνεπάγεται ότι η έξοδος από το ευρώ θα βοηθούσε στην ανάκαμψή της. Αντίθετα, επειδή είναι η ίδια η συμμετοχή στην Ευρωζώνη που σε μεγάλο βαθμό επέτρεψε στην κυπριακή οικονομία να εξαντλήσει ένα τόσο μεγάλο περιθώριο δανεισμού και να ολισθήσει σε ένα τόσο χαμηλό επίπεδο χρηματοοικονομικής (και όχι μόνο) αξιοπιστίας, μόνο με ένα ισχυρό νόμισμα - τουλάχιστον όπως το ευρώ - θα μπορούσε να ανακάμψει”, σημειώνεται. Για αυτόν το λόγο, τονίζεται, η όποια συζήτηση για έξοδο από το ευρώ είναι εκτός πραγματικότητας και αποπροσανατολίζει τις προσπάθειες διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής για έξοδο από την ύφεση.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Κύπρου υποστηρίζουν πως θα πρέπει η κυπριακή κυβέρνηση να εστιάσει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και όχι καταθέσεων, καθώς η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων βοηθά στην αύξηση της παραγωγικότητας με εισαγωγή νέας τεχνολογίας και διοικητικών δεξιοτήτων που διαχέονται σε όλη την οικονομία και συμβάλλουν στην ισορροπημένη και μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, η μελέτη υποστηρίζει ότι η προσέλκυση ξένων κερδών οδηγεί σε μια ανισόρροπη χρηματοπιστωτική επέκταση που μόνο αειφόρος και μακροχρόνια ανάπτυξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Υπογραμμίζεται ακόμα ότι η Κύπρος χρειάζεται περισσότερα μέτρα αύξησης της παραγωγικότητάς της (μείωση του εργατικού κόστους, κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, μείωση των επιτοκίων και του φόρου εισοδήματος, λιγότερα γραφειοκρατικά κωλύματα και περισσότερες διευκολύνσεις κλπ) για προσέλκυση ξένων επενδύσεων υψηλής απόδοσης για αειφόρο ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. “Δε χρειάζεται τόσο μεγάλη έμφαση στην παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων για την προσέλκυση ξένων κερδών που οδηγούν σε εξάρτηση από πρόσκαιρα χρηματικά οφέλη υψηλού κινδύνου”, σημειώνεται.
Εξάλλου, σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα “δεν έχουν σμικρύνει τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ούτε συνολικά αλλά ούτε και ανάμεσα στις διάφορες επαγγελματικές ομάδες”. Όπως εξηγείται, για να μειωθεί η διαφορά του καθαρού (μετά το φόρο) μέσου μισθού μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η κυβέρνηση πρέπει μαζί με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων να μειώσει ταυτόχρονα και το φόρο εισοδήματος. Οι μειωμένες φορολογικές εισπράξεις θα αντισταθμίζονται με τις μειώσεις του κρατικού μισθολογίου, ώστε δε θα επηρεαστούν αρνητικά τα δημοσιονομικά. Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα μια τέτοιας μεταρρύθμισης, αναφέρεται, είναι ότι το κράτος δε θα καταβάλλει στους υπαλλήλους του υψηλούς μισθούς και στη συνέχεια να τους παίρνει πίσω ένα μεγάλο μέρος ως φόρο εισοδήματος και εισφορές στα διάφορα Ταμεία.
Επιπλέον, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Κύπρου εισηγούνται μεταξύ άλλων:
- να μειωθεί το αφορολόγητο ποσό στην Κύπρο, που είναι σχετικά πολύ υψηλό, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι μισθοί μειώνονται
- να διευρυνθεί η αύξηση του εισοδήματος για μετάβαση από τη μια κλίμακα φορολογικού συντελεστή στην επόμενη, που είναι μικρή, ώστε η μετάβαση από τον μηδενικό στον πιο υψηλό φορολογικό συντελεστή να μη γίνεται σε ένα μικρό εύρος εισοδήματος, όπως συμβαίνει σήμερα.