"Μετά την Κύπρο, ποια χώρα ακολουθεί;".
Αυτό είναι το ερώτημα, που απασχολεί το τελευταίο διάστημα οικονομολόγους, αναλυτές και επενδυτές, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο. Πληροφορίες θέλουν τη Λιουμπλιάνα να ακολουθεί την πορεία της Λευκωσίας. Είναι, όμως, η περίπτωση της Σλοβενίας όμοια με εκείνη της Κύπρου;
Οι δύο περιπτώσεις είναι διαφορετικές, αλλά έχουν δύο κοινά σημεία: όπως και η Κύπρος, η Σλοβενία πρέπει να ανακεφαλαιοποιήσει τις μεγαλύτερες τράπεζές της και δεν έχει τα χρήματα να το κάνει.
Αντίθετα με την Κύπρο, διαδοχικές σλοβενικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών της χώρας. Κύριος λόγος αυτής της άρνησης ήταν η διαπλοκή των κυβερνήσεων με επιχειρηματικά συμφέροντα, στα οποία δίδονταν καταστροφικά δάνεια, που μετατράπηκαν σε απειλή να φέρουν τη χώρα στο επίκεντρο της κλιμακούμενης κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη.
Η άρνηση των σλοβενικών κυβερνήσεων στις ιδιωτικοποιήσεις, που συνοδεύτηκε από δανειοδοτήσεις με πολιτικά κριτήρια και κακή διαχείριση, φόρτωσε τις τράπεζες με κακά δάνεια, που αντιστοιχούν περίπου στο 1/5 της οικονομίας. Και τώρα, οι φορολογούμενοι καλούνται να πληρώσουν το λογαριασμό της κακοδιαχείρισης και του κομματισμού στον τραπεζικό τομέα.
Η ανάπτυξη της Σλοβενίας στηρίχτηκε κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα, όπου δίδονταν δάνεια για την κατασκευή πολυτελών διαμερισμάτων, τα οποία είναι άδεια σήμερα. Ολόκληρες πόλεις "φαντάσματα" κατασκευάστηκαν στα περίχωρα της Λιουμπλιάνας, όπως το εμβληματικό συγκρότημα Σίσκα, που αποτελείται από 833 διαμερίσματα, τα οποία - στη συντριπτική πλειοψηφία τους - παραμένουν αχρησιμοποίητα. Η μεγάλη άνθηση στην οικονομία, καθοδηγούμενη από τις κατασκευές, μετατράπηκε σε φούσκα και είχε ως συνέπεια να οδηγηθεί η χώρα στην ύφεση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αρκετές από αυτές τις εταιρείες ήταν υπό την καθοδήγηση πολιτικών προσώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Vegrad, που σχεδίαζε την κατασκευή μίας σύγχρονης ξενοδοχειακής μονάδας, αλλά εγκατέλειψε το σχέδιό της, δημιουργώντας μία τεράστια τρύπα. Η Vegrad, διευθύνων σύμβουλος της οποία ήταν η Χίλντα Τόβσακ, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του συντηρητικού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών, δανείστηκε από τις σλοβενικές τράπεζες - οφείλει 107,8 εκατομμύρια ευρώ στο μεγαλύτερο δανειστή της, τη Nova Liublianska Banka - και μετά χρεοκόπησε.
Η Σλοβενία και η Κύπρος προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 και, μερικά χρόνια αργότερα, άφησαν τα εθνικά τους νομίσματα και υιοθέτησαν το ευρώ. Τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν τα τραπεζικά τους συστήματα, είναι διαφορετικά.
Πιο συγκεκριμένα, οι κυπριακές τράπεζες είχαν μεγάλες ζημίες εξαιτίας – μεταξύ άλλων - της έκθεσής τους στα ελληνικά ομόλογα, κάτι που οι σλοβενικές δεν αντιμετώπισαν. Ακόμη, στην Κύπρο ασκήθηκε κριτική για το ότι αποτέλεσε φορολογικό παράδεισο για υπεράκτιες εταιρείες (offshore), κυρίως ρωσικών και βρετανικών συμφερόντων, που ήθελαν να αποφύγουν τη φορολόγηση, και η έκταση του τραπεζικού τομέα της ήταν 8 φορές μεγαλύτερη από το κυπριακό ΑΕΠ. Στη Σλοβενία, από την άλλη, ο τραπεζικός τομέας είναι μόλις 1,4 φορές μεγαλύτερος της οικονομίας της.
Ωστόσο, η πηγή των προβλημάτων και για τις δύο χώρες είναι κοινή. Πρόκειται για το "φτηνό" χρήμα, λόγω ευρώ, που εισχώρησε στη Σλοβενία, στην Κύπρο και στις άλλες χώρες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ, και οδήγησε στη δημιουργία φουσκών στον κατασκευαστικό τομέα.
Στην περίπτωση της Σλοβενίας, η φούσκα ήταν αρκετά μεγαλύτερη, εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων μηχανισμών παρακολούθησης του κρατικού τραπεζικού συστήματος.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Σλοβενία θα χρειαστεί περίπου 1 δισ. ευρώ για το τρέχον έτος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσει τις τρεις μεγαλύτερες τράπεζές της. Και, ενώ η χώρα συνεχίζει να δανείζεται από τις αγορές, το κάνει με πολύ υψηλό κόστος. Το κόστος δανεισμού της Σλοβενίας ξεπέρασε το 6%, κοντά σε όρια, που θεωρούνται μη βιώσιμα για μια χώρα.
Η πρωθυπουργός, Αλένκα Μπράτουσεκ, προσπαθεί να καθησυχάσει πολίτες και αγορές, υποστηρίζοντας ότι προωθεί ένα σχέδιο για τη δημιουργία "κακής τράπεζας", η οποία θα περιλαμβάνει εγγυήσεις ύψους 7 δισ. ευρώ. Ακόμη, η κυβέρνηση θα χρειαστεί να τονώσει με ένεση ρευστότητας, ύψους 1 δισ. ευρώ, τις τράπεζες, προκειμένου να ανυψώσει την αξία τους και έπειτα να τις πουλήσει. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν έχει ανακοινωθεί συγκεκριμένη ημερομηνία για την προώθηση του κυβερνητικού σχεδίου.
Ήδη, ο ΟΟΣΑ, σε έκθεσή του στις 9 Απριλίου, χτύπησε καμπανάκι για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, εν μέσω "βαθειάς ύφεσης ", υποστηρίζοντας ότι "oι κρατικές τράπεζες, όπως η Nova Ljubljanska Banka και η Nova Kreditna Banka Maribor, πρέπει να πουληθούν και οι μη βιώσιμες να εκκαθαριστούν".
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη εξαιτίας της κρίσης στην Κύπρο. Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα χτύπησε την πόρτα της Σλοβενίας, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις των επόμενων ημερών.