Στα έξι με επτά δισ. ευρώ θα κυμανθεί η δεξαμενή με τις απώλειες από το “κούρεμα” των καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο επικεφαλής της Λαϊκής Τράπεζας στον ΑΝΤ1 Κύπρου.
Αν ισχύει ο ισχυρισμός αυτός, και σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αναπληρωτή προέδρου του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, ότι μόνο 18.000 από τις συνολικά 379.000 καταθέσεις Κυπρίων στην τράπεζα ανέρχονται πάνω από το όριο των 100.000 ευρώ και θα υποστούν “κούρεμα”, συνάγεται ότι αυτά τα 6-7 δισ. ευρώ αφορούν περίπου 18.000 καταθέσεις.
Συνυπολογίζοντας και τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν μέσω του Εθνικού Ταμείου Αλληλεγγύης, πηγές από την Κύπρο εκτιμούν ότι από το “κούρεμα” καταθέσεων θα πρέπει να συγκεντρωθεί το ποσό των 3,5 δισ. ευρώ, υπολογίζοντας ότι το “κούρεμα” που θα γίνει στις καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ στην Τράπεζα Κύπρου (την “καλή” τράπεζα, πλέον) θα είναι ανεπαίσθητο, της τάξεως του 5-7%.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η τρόικα έχει εγκρίνει το σχέδιο αυτό, αφού ουσιαστικά ήταν δική της απαίτηση η αναδιάρθρωση της Λαϊκής με τον τρόπο αυτό.
Όπως ανακοίνωσε σήμερα ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Πανίκος Δημητριάδης, όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ είναι απολύτως ασφαλισμένες, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμα και λογαριασμοί που περιέχουν ποσά μεγαλύτερα των 100.000 θα “κουρευτούν” μόνο από το ποσό των 100.001 ευρώ και πάνω.
Ο κ. Δημητριάδης υπέδειξε τη λύση αυτή ως μοναδική για την επιβίωση της Λαϊκής Τράπεζας και την αποφυγή της χρεοκοπίας της, σημειώνοντας σε δηλώσεις του ότι “σε άλλη περίπτωση, η Λαϊκή θα οδηγηθεί σε άμεση χρεοκοπία και τερματισμό των εργασιών της, με καταστροφικές συνέπειες για τους εργαζομένους, για το τραπεζικό σύστημα και για την κυπριακή οικονομία”.
Εξάλλου, το νομοσχέδιο “περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων”, που κατατέθηκε στη Βουλή, ορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία με την οποία θα προχωρήσει η εξυγίανση των τραπεζών που κρίνεται ότι είναι μη βιώσιμες.
Σύμφωνα με αυτό, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση όλων ή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε ενδιάμεση τράπεζα, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος.
Οι σύμβουλοι και διευθυντές της ενδιάμεσης τράπεζας διαχειρίζονται την τράπεζα αυτή ως επιχείρηση, με σκοπό την πώληση της ή την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της, σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, εντός τριών ετών από τη σύστασή της, όταν οι συνθήκες είναι, κατά την κρίση της Αρχής Εξυγίανσης, οι κατάλληλες.
Σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης κρίνει αναγκαία τη συνέχιση των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας πέραν των τριών ετών για σκοπούς εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, η περίοδος δύναται να παραταθεί για επιπλέον δύο χρονικές περιόδους ενός έτους έκαστη. Σε περίπτωση που η ενδιάμεση τράπεζα δεν πωληθεί εντός των περιόδων που προνοούνται, η ενδιάμεση τράπεζα τίθεται σε εκκαθάριση.