“Πονοκέφαλο” προκαλεί στο κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ η κυριαρχία της αντιπολίτευσης στην Άνω Βουλή της Γερμανίας (Bundesrat), για πρώτη φορά από το 1999, καθώς οι Χριστιανοδημοκράτες αντιμετωπίζουν πλέον αυξημένα εμπόδια στην ψήφιση νόμων.
Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το οποίο καταψήφισε για δεύτερη φορά σήμερα σε τρεις μήνες η Άνω Βουλή, παραπέμποντάς το σε Επιτροπή Διαμεσολάβησης.
Μπορεί να πρόκειται απλά για προσωρινό “φρένο” στο νομοσχέδιο, όμως αποτελεί ισχυρό πλήγμα για τους Χριστιανοδημοκράτες. “Είναι ακατανόητο, για αυτό ακριβώς έχει παλέψει τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη η Γερμανία”, δήλωσε εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, καλώντας τα γερμανικά κρατίδια να δείξουν την αίσθηση “ευρωπαϊκής ευθύνης” τους και να συμφωνήσουν με τα μέτρα του Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Τον κίνδυνο να καταστεί η Γερμανία αναξιόπιστη ενώπιον των εταίρων της επέσεισε εξάλλου ο Χριστιανοδημοκράτης Πρωθυπουργός της Σαξονίας, Στάνβισλαβ Τίλιχ, ο οποίος προειδοποίησε ότι ενδέχεται να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δήλωσε χαρακτηριστικά: “Από τη Γερμανία πρέπει να δίδεται ένα καθησυχαστικό και αξιόπιστο μήνυμα. Δε θέλουμε ιταλικές συνθήκες στη Γερμανία”.
Όμως η Bundesrat επεφύλασσε άλλη μία αρνητική εξέλιξη για την Άνγκελα Μέρκελ, καθώς ενέκρινε ένα νομοσχέδιο που προβλέπει εθνικό κατώτατο μισθό στα 8,5 ευρώ ανά ώρα, αν και οι Χριστιανοδημοκράτες το έχουν ήδη απορρίψει, με τη Μέρκελ να αντιπροτείνει την εφαρμογή κατώτατου μισθού μόνο σε περιοχές και βιομηχανικούς τομείς όπου οι μισθοί είναι σχετικά χαμηλοί και ανθεί η αδήλωτη εργασία.
Το νομοσχέδιο δεν μπορεί να περάσει, βέβαια, χωρίς την έγκριση του κυβερνώντος συνασπισμού, όμως το θέμα του κατώτατου μισθού θεωρείται βέβαιο πως θα αποτελέσει “σημαία” του Σοσιαλδημοκράτη υποψηφίου για την καγκελαρία, Πέερ Στάινμπρουκ, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, εν όψει των εκλογών του φθινοπώρου.