Όταν αρκετοί Κολομβιανοί κατηγορήθηκαν τον Ιανουάριο του 2010 για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μπρούκλιν, επέστησε στην προσοχή. Έμοιαζε σαν ένα πλέγμα εμπόρων ναρκωτικών και άλλων, οι οποίοι έκαναν ξέπλυμα χρήματος να πληρώνουν το τίμημα για τα εγκλήματά τους.
Ένας από αυτούς ήταν και 48χρονος πατέρας, Τζούλιο Τσαπάρο, πατέρας τεσσάρων παιδιών, ο οποίος κατείχε τρία εργοστάσια παιδικών ενδυμάτων στην Κολομβία.
Για τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, το κρούσμα ήταν αρκετά συνηθισμένο. Οι εισαγγελείς τον κατηγόρησαν για ξέπλυμα χρήματος από εμπόριο ναρκωτικών, εκμεταλλευόμενος τους χαλαρούς ελέγχους στην Αγγλία και αποτελώντας έναν από τους κύριους αγωγούς προς της ΗΠΑ.
Ο Τσαπάρο ήταν ο μαέστρος της ορχήστρας για το ξέπλυμα χρήματς, σύμφωνα με τον Τζέιμς Χάγιες, ειδικό πράκτορα στην αμερικανική υπηρεσία μετανάστευσης και τελωνείων.
Ο Κολομβιανός εκδόθηκε στις ΗΠΑ και ομολόγησε τη συμμετοχή του σε συμμορία για ξέπλυμα χρήματος.
Εκπρόσωπος της ελβετικής HSBC αρνήθηκε να σχολιάσει. Ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρονται τα χρήματα και οι διαδρομές που ακολουθούν τα έσοδα από τις πωλήσεις ναρκωτικών μέσω της HSBC και άλλων τραπεζών, παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστος.
Τα καρτέλ ναρκωτικών που πουλάνε το εμπόρευμά τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και στέλνουν τα χρήματα στο Μεξικό, συχνά χρησιμοποιούν ταχυδρόμους για να περάσουν λαθραία τα σύνορα. Αυτά τα μετρητά πηγαίνουν στη συνέχεια σε λογαριασμούς της HSBC, όπως αναφέρει το Reuters. Oι έλεγχοι της τράπεζας σε ότι αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα ήταν τόσο χαλαροί με αποτέλεσμα, τοπικός άρχοντας των ναρκωτικών στο Μεξικό να τη χαρακτηρίσει ώς “το μέρος για να ξεπλένουν τα χρήματα”.