Εκτενές άρθρο για το πρόγραμμα επαναγοράς ελληνικού χρέους περιλαμβάνει η εφημερίδα New York Times, στο οποίο κάνει λόγο για ιλιγγιώδη κέρδη που απέσπασαν τα hedge funds που συμμετείχαν, αλλά και για την επιπλέον μείωση χρέους που θα κέρδιζε η Ελλάδα αν είχε ενεργοποιηθεί ρήτρα συλλογικής δράσης.
Στο άρθρο γίνεται λόγος για ένα e-mail που είχε στείλει τον Νοέμβριο στον Ευρωπαίο επίτροπο, Όλι Ρεν, ένα ανώτατο στέλεχος της Deutsche Bank, ο Χάκαν Βόλιν, στο οποίο υποστήριζε ότι θα έπρεπε η Ευρώπη να τηρήσει σκληρή στάση απέναντι στα hedge funds, εξαναγκάζοντάς τα να πουλήσουν τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που θα δέχονταν εθελοντικά. Ο Βόλιν υποστήριζε ότι επρόκειτο για μία απολύτως νόμιμη ενέργεια, που δε θα αναστάτωνε τις αγορές, ενώ θα ευνοούσε και την Ελλάδα, καθώς η επαναγορά θα γινόταν περίπου στα 28 με 30 σεντς ανά ευρώ, αντί για 34 με 35, όπως ήθελαν τα hedge funds.
Η προσέγγιση αυτή απορρίφθηκε, ωστόσο, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, λόγω πιέσεων από τα αντίστοιχα λόμπι. Και μάλλον είχαν τους λόγους τους να πιέζουν, καθώς πολλά hedge funds απέσπασαν σημαντικά κέρδη από την πώληση των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν, σε αρκετές περιπτώσεις υπερδιπλασιάζοντας την αρχική τους επένδυση.
Γιατί όμως δεν εφαρμόστηκε μία ρήτρα συλλογικής δράσης, που θα εξανάγκαζε τα hedge funds να δεχτούν μία χαμηλότερη τιμή, με την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ομολογιούχων θα δέχονταν αυτήν την τιμή; “Διότι δεν ήταν σίγουρο ότι αυτό θα συνέβαινε”, απαντούν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Σημαντικό ρόλο στην αποφυγή της ρήτρας συλλογικής δράσης διαδραμάτισε, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, και ο πρόεδρος του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, Τσαρλς Νταλάρα, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα στα μέσα Νοεμβρίου και ξεκαθάρισε στην ελληνική κυβέρνηση ότι η εφαρμογή μίας τέτοιας ρήτρας θα ήταν καταστροφική τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρωζώνη.
“Οι προειδοποιήσεις του εισακούστηκαν”, αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα, καθώς πολλοί στις αγορές έμειναν έκπληκτοι όταν διευκρινίστηκαν οι όροι της επαναγοράς και η μέση τιμή, αντί για τα 28 σεντς ανά ευρώ, ήταν στα 33 σεντς.