Η Μέι έχει πει ότι δεν θα ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας πριν εξασφαλίσει ότι θα είναι σε θέση να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τη Βρετανία
Έπειτα από ένα καλοκαίρι πολιτικών σεισμών τους οποίους ακολούθησαν μερικές εβδομάδες ηρεμίας και διακοπών, η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι συναντάται σήμερα με το υπουργικό της συμβούλιο, για να εξεταστεί το πώς το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θα είναι η πρώτη φορά που η Μέι, που ανέλαβε την εξουσία τον Ιούλιο, μετά την παραίτηση του Ντέιβιντ Κάμερον εξαιτίας της ψήφου υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, θα συναντήσει τους υπουργούς της αφότου τους ζήτησε να αξιοποιήσουν τις διακοπές τους για να σκεφτούν και να προτείνουν ιδέες για το πώς η χώρα θα διαμορφώσει τη σχέση της με την ΕΕ μετά το διαζύγιο.
Για πολλούς στην ΕΕ, η κατάσταση δεν βρίσκεται στο πριν. Παρότι έδωσαν χρόνο στη Μέι για να διαμορφώσει τις διαπραγματευτικές της θέσεις προτού κηρυχθεί επίσημα η έναρξη της διαδικασίας αποχώρησης, αδημονούν το Λονδίνο να αρχίσει τις συνομιλίες και να τερματίσει την αβεβαιότητα, η οποία όπως τονίζουν πλήττει τις επενδύσεις.
Η Μέι είχε αναθέσει «σε όλους τους υπουργούς να εντοπίσουν τις ευκαιρίες στους τομείς αρμοδιότητάς τους» κατά τη διάρκεια των διακοπών, υπενθύμισε μια κυβερνητική εκπρόσωπος, και σήμερα «η νέα ομάδα θα της παρουσιάσει τις προτάσεις της και θα συζητηθούν τα επόμενα βήματα της διαπραγμάτευσης».
«Όταν η πρωθυπουργός λαμβάνει μια απόφαση περιμένει από το υπουργικό της συμβούλιο να την εφαρμόσει», πρόσθεσε η εκπρόσωπος.
Η Μέι έχει πει ότι δεν θα ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας – το οποίο προβλέπει την αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την ΕΕ – πριν εξασφαλίσει ότι θα είναι σε θέση να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τη Βρετανία.
Η πρώην υπουργός Εσωτερικών, την οποία ένας συνεργάτης του Κάμερον χαρακτήριζε «ανυπότακτη», θα ζητήσει την άποψη του κοινοβουλίου, παρότι τυπικά δεν χρειάζεται την έγκρισή του.
Συνεργάτες της ξεκαθαρίζουν ότι οι αποφάσεις της δεν θα επηρεαστούν από τις συνεχιζόμενες διαστάσεις των απόψεων εντός της κυβέρνησής της, που όπως και το Συντηρητικό Κόμμα γενικά διχάζεται για το εάν η Βρετανία πρέπει να αποχωρήσει από την ενιαία αγορά για να ανακτήσει τον έλεγχο των συνόρων της και της μετανάστευσης, ή να αναζητήσει συμβιβαστική λύση.
Ο Φίλιπ Χάμοντ, ο νέος υπουργός Οικονομικών, φέρεται να πιστεύει πως η πρόσβαση της Βρετανίας στην ενιαία αγορά πρέπει να διατηρηθεί «κατά τομείς», διότι επιθυμεί μια ευνοϊκή ρύθμιση για τον βρετανικό χρηματοοικονομικό τομέα, σύμφωνα με την εφημερίδα Telegraph. Το υπουργείο Οικονομικών απέφυγε να σχολιάσει το δημοσίευμα, ωστόσο το ζήτημα είναι ανάμεσα σε αυτά που προκαλούν τις εντονότερες αντεγκλήσεις. Εναντίον αυτής της θέσης είναι ο λεγόμενος υπουργός Brexit (ή Αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τον επίσημο τίτλο του) Ντέιβιντ Ντέιβις και ο υπουργός Εμπορίου Λίαμ Φοξ, που θεωρούν ότι το Λονδίνο θα είναι σε θέση να περιορίσει τη μετανάστευση μόνο εάν αποχωρήσει εντελώς από την ενιαία αγορά.
Χθες ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ φάνηκε να επιβεβαιώνει τη θέση αυτή, όταν είπε πως η Βρετανία δεν μπορεί να μείνει εντός της ενιαίας αγοράς της ΕΕ εάν δεν τηρεί τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της – συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της κίνησης των προσώπων.
«Αυτή η επιλογή σημαίνει ότι η Βρετανία, μόλις αποχωρήσει, δεν θα μπορεί να συμμετέχει στις ευρωπαϊκές αποφάσεις», τόνισε ο Ολάντ μιλώντας σε γάλλους πρεσβευτές στο Παρίσι. «Δεν θα έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά εάν δεν αποδέχεται τις τέσσερις ελευθερίες και όλη την ευρωπαϊκή νομοθεσία», συμπλήρωσε.