Οι νέοι κανόνες θα κάνουν πιο δύσκολη τη μεταφορά των φορολογικών εδρών από τις αμερικανικές εταιρείες εκτός των ΗΠΑ
Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε χθες νέα μέτρα για να σταματήσει τις συγχωνεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων, που έχουν στόχο τη φοροαποφυγή μέσω της μεταφοράς της έδρας της νέας επιχείρησης σε χώρες με χαμηλότερη φορολογία («inversions»).
Σύμφωνα με την Wall Street Journal, οι νέοι κανόνες, που αποτελούν το τρίτο κύμα μέτρων κατά των inversions, θα κάνουν πιο δύσκολη τη μεταφορά των φορολογικών εδρών από τις αμερικανικές εταιρείες εκτός των ΗΠΑ και τη μεταφορά στη συνέχεια των κερδών τους σε χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Με τη συγχώνευση, κατά κανόνα με μικρότερη (ξένη) εταιρεία, μία αμερικανική επιχείρηση μπορεί να μεταφέρει την έδρα της στο εξωτερικό. Η νέα εταιρεία που δημιουργείται από τη συγχώνευση μπορεί να μειώσει τους συντελεστές φορολογίας της με εσωτερικό δανεισμό και να μεταφέρει ευκολότερα τα εκτός των ΗΠΑ κέρδη της στο εξωτερικό, αποφεύγοντας τον συντελεστή φορολογίας 35% που ισχύει στις ΗΠΑ.
Μία συνήθης στρατηγική είναι να δίνονται δάνεια στην αμερικανική μονάδα της νέας εταιρείας, τα κέρδη της οποίας μεταφέρονται στη νέα έδρα της εταιρείας, μέσω των πληρωμών τόκων για τα δάνεια αυτά, προκειμένου να φορολογηθούν με χαμηλότερους συντελεστές.
Η εκκρεμής συμφωνία συγχώνευσης της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Pfizer με την Allergan, ύψους 160 δις. δολαρίων, θεωρείται πιθανό να πέσει θύμα των μέτρων αυτών, όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters.
Οι νέοι κανόνες έχουν δύο κύρια μέρη, καθένα από τα οποία μπορεί να επηρεάσει τη συμφωνία της Pfizer. Πρώτον, η κυβέρνηση βάζει στο στόχαστρο τις μεγάλες εταιρείες που έχουν δημιουργηθεί από πολλαπλές συγχωνεύσεις (inversions) ή εξαγορές αμερικανικών επιχειρήσεων. Το ενεργητικό των εταιρειών αυτών που αποκτήθηκε την τελευταία τριετία στις ΗΠΑ δεν θα λαμβάνεται υπόψη από την αμερικανική κυβέρνηση. Στην περίπτωση της Allergan, το σημερινό ενεργητικό της είναι αποτέλεσμα αρκετών διασυνοριακών συμφωνιών, αρχής γενομένης με την απόκτηση το 2013 της μικρής αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Actavis από την Warner Chilcott, που είχε την έδρα της στην Ιρλανδία. Στη συνέχεια ακολούθησαν μεγαλύτερες συμφωνίες, που κορυφώθηκαν με την εξαγορά, ύψους 66 δις δολαρίων, της Allergan, που είχε την έδρα της στις ΗΠΑ, από την Actavis. Με τις νέες διατάξεις του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, οι παραπάνω συμφωνίες δεν θα λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του μεγέθους της Allergan, το οποίο έχει σημασία για την αμερικανική φορολογική νομοθεσία. Αν αφαιρεθούν οι συμφωνίες αυτές από την κεφαλαιοποίηση της Allergan, που ανέρχεται σε 106 δις δολάρια, η εταιρεία θα γινόταν πολύ μικρή για να αποκομίσει η Pfizer μεγάλα φορολογικά οφέλη, καθώς η ισχύουσα αμερικανική νομοθεσία δεν ευνοεί τις ετεροβαρείς συγχωνεύσεις ή περιορίζει τα οικονομικά οφέλη τέτοιων συμφωνιών.
Για να αποκομίσει το πλήρες όφελος από τη μεταφορά της έδρας, οι μέτοχοι της Pfizer θα πρέπει να κατέχουν το 50% έως 60% της συγχωνευμένης επιχείρησης, κάτι που απαιτεί ότι ο εταίρος της πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Αν οι μέτοχοι της Pfizer έχουν υψηλότερο ποσοστό στη νέα εταιρεία, ισχύουν κανόνες που μειώνουν το όφελος. Η συμφωνία Pfizer - Allergan είχε διαρθρωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε οι μέτοχοι της πρώτης να κατέχουν το 56% της νέας εταιρείας. Ο Αμερικανός φορολογικός αναλυτής Ρόμπερτ Γουίλενς δήλωσε ότι το νέο ποσοστό των μετόχων της Pfizer (αν μειωθεί το ενεργητικό της Allergan) θα ήταν τουλάχιστον 60% και θα μπορούσε να προσεγγίσει το 80%, πάνω από το οποίο χάνονται όλα τα οφέλη από τη μεταφορά της έδρας.
«Εξετάζουμε τα μέτρα που ανακοίνωσε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών», ανέφεραν οι Pfizer και Allergan, προσθέτοντας ότι «πριν την ολοκλήρωση της εξέτασης, δεν θα κάνουμε εικασίες για την όποια ενδεχόμενη επίπτωση».