Οι μεγαλύτεροι παγκοσμίως εξαγωγείς πετρελαίου, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, συμφώνησαν σήμερα να παγώσουν τα επίπεδα της παραγωγής του αργού, αλλά είπαν ότι η συμφωνία εξαρτάται και από τους άλλους παραγωγούς – ένα βασικό εμπόδιο, με το Ιράν να απουσιάζει από τη συνάντηση και να εμφανίζεται αποφασισμένο να αυξήσει την παραγωγή.
Οι υπουργοί Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας, του Κατάρ και της Βενεζουέλας ανακοίνωσαν την πρόταση ύστερα από αιφνιδιαστική συνάντηση στη Ντόχα, σχετικά με την ανάληψη κοινής δράσης προκειμένου να βοηθήσουν τις τιμές να ανακάμψουν από τα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τουλάχιστον δεκαετίας.
Η συνάντηση στη Ντόχα έγινε ύστερα από τουλάχιστον 18 μήνες πτώσης των τιμών του πετρελαίου, με την τιμή του αργού να υποχωρεί κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια από τα υψηλά επίπεδα των 115 δολαρίων στα μέσα του 2014.
Ο υπουργός της Σαουδικής Αραβίας Άλι αλ-Ναΐμι είπε ότι το πάγωμα της παραγωγής στα επίπεδα του Ιανουαρίου – σχεδόν σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ - ήταν επαρκές μέτρο και ότι ελπίζει πως και άλλοι παραγωγοί θα υιοθετήσουν το σχέδιο.
Ο υπουργός Πετρελαίου της Βενεζουέλας Εουλόχιο Ντελ Πίνο δήλωσε πως την Τετάρτη θα υπάρξουν νέες συνομιλίες με το Ιράν και το Ιράκ στην Τεχεράνη.
«Ο λόγος που συμφωνήσαμε σε μια ενδεχόμενη μείωση της παραγωγής είναι απλός: είναι η έναρξη μιας διαδικασίας την οποία θα αξιολογήσουμε τους επόμενους μήνες και θα αποφασίσουμε εάν χρειαζόμαστε άλλα βήματα για να σταθεροποιήσουμε και να βελτιώσουμε την αγορά», δήλωσε ο Ναΐμι σε δημοσιογράφους. «Δεν θέλουμε σημαντικές διακυμάνσεις στις τιμές, δεν θέλουμε μείωση στην προσφορά, θέλουμε να ικανοποιούμε τη ζήτηση, θέλουμε μια σταθερή αγορά πετρελαίου. Πρέπει να κάνουμε ένα βήμα κάθε φορά», πρόσθεσε.
Οι τιμές του πετρελαίου ανήλθαν στα 35,55 δολάρια το βαρέλι αφότου έγινε γνωστή η κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση. Στη συνέχεια, ωστόσο, μετρίασαν τα κέρδη τους υποχωρώντας κάτω από τα 34 δολάρια καθώς εξασθένησαν οι προσδοκίες για άμεση συμφωνία.
Το Ιράν, βασικός ανταγωνιστής της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή, έχει δεσμευθεί να αυξήσει σημαντικά την παραγωγή του αργού τους επόμενους μήνες καθώς προσπαθεί να ανακτήσει το μερίδιο αγοράς που έχασε μετά από χρόνια διεθνών κυρώσεων, οι οποίες ήρθησαν τον Ιανουάριο.
Το γεγονός ότι η παραγωγή από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία – οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί και εξαγωγείς του κόσμου – είναι κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα επίσης καθιστά δύσκολη μια συμφωνία καθώς το Ιράν παράγει τουλάχιστον 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα λιγότερο σε σχέση με την ικανότητά του και τα προ των κυρώσεων επίπεδα.
Το Ιράκ επίσης έχει πει εδώ και καιρό ότι αναμένει την παραγωγή του να αυξηθεί περαιτέρω φέτος, αλλά τον περασμένο μήνα εμφανίστηκε έτοιμο να τη μειώσει εάν υπάρξει συμφωνία από τον ΟΠΕΚ και τους παραγωγούς εκτός του οργανισμού.
Η υποχώρηση πυροδοτήθηκε από την αύξηση της παραγωγής του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου και την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της στον ΟΠΕΚ να αυξήσουν την παραγωγή για να προστατεύσουν το μερίδιό τους στην αγορά και να οδηγήσουν τους παραγωγούς υψηλότερου κόστος εκτός της αγοράς.
Η Σαουδική Αραβία εδώ και καιρό επιμένει ότι θα μειώσει την παραγωγή μόνο εάν συμφωνήσουν τα μέλη του ΟΠΕΚ και οι παραγωγοί εκτός του οργανισμού, αλλά η Ρωσία, ο Νο2 εξαγωγέας, έχει πει ότι δεν θα συνταχθεί με μια τέτοια κίνηση καθώς τα κοιτάσματα πετρελαίου στη Σιβηρία είναι διαφορετικά από αυτά του ΟΠΕΚ.
Το κλίμα άρχιζε να αλλάζει τον Ιανουάριο, καθώς οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι.
Ενώ η Βενεζουέλα είναι ο παραγωγός που έχει υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα, οι τρέχουσες τιμές του πετρελαίου είναι μόνο ένα μέρος αυτού που χρειάζεται η Ρωσία για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της στην πορεία της προς τις φετινές βουλευτικές εκλογές. Δυσκολίες αντιμετωπίζει και η Σαουδική Αραβία, που πέρυσι ανακοίνωσε δημοσιονομικό έλλειμμα 98 δισεκ. δολαρίων.
Αλλά ενώ μιλούσε για πιθανή συνεργασία με τον ΟΠΕΚ, η Ρωσία αύξησε τον Ιανουάριο την παραγωγή της σε νέο ιστορικά υψηλό επίπεδο. «Ακόμα κι αν παγώσουν την παραγωγή στα επίπεδα του Ιανουαρίου, υπάρχει συσσώρευση στα παγκόσμια αποθέματα τα οποία θα συνεχίζουν να βαρύνουν τις τιμές. Άρα, ενώ είναι θετικό βήμα, δεν πιστεύω ότι θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στο ισοζύγιο προσφοράς/ζήτησης, απλά επειδή ήδη υπάρχει υπερπροσφορά τον Ιανουάριο», σχολίασε ο Ντομινίκ Χάιγουντ, αναλυτής στην Energy Aspects