Με άρθρο τους στην εφημερίδα Le Monde, τέσσερις Ευρωπαίοι πολιτικοί θέτουν το ερώτημα: “Είναι ακόμα δυνατό για έναν λαό στην Ευρώπη να επιλέξει μια πολιτική που είναι σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές;”. Πρόκειται για τον Γάλλο πρώην πρωθυπουργό Μισέλ Ροκάρ, τον Βέλγο πρώην υπουργό Οικονομικών και επίτιμο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Φιλίπ Μεϊστάντ, τον Ισπανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Μιγκέλ Άνχελ Μορατίνος και τον Πιέρ Λαρουτιρού, εκπρόσωπο του νέου γαλλικού πολιτικού κόμματος "Nouvelle Donne", που τοποθετείται στην αριστερά.
To άρθρο έχει για τίτλο “Ελλάδα: όλοι μας έχουμε διάθεση να είμαστε αλληλέγγυοι, δεν έχουμε όμως διάθεση να πληρώσουμε”. Οι τέσσερις άνδρες αναρωτιούνται “πώς θα ξεφύγουμε από αυτήν τη σχιζοφρένεια;”, διαπιστώνουν πως “η γηραιά Ευρώπη ψυχορραγεί” και παραθέτουν τις ιδέες τους για την ανοικοδόμηση μιας “νέας Ευρώπης”.
Το πρώτο συναίσθημα που οι αρθρογράφοι εκφράζουν είναι μια “δειλή ανακούφιση”, καθώς “η Ευρώπη πέρασε τόσο κοντά από την καταστροφή, που δεν θα θέλαμε να δούμε από κοντά τις λεπτομέρειες της συμφωνίας”. Παρ' όλα αυτά, αναγνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουν πόσο υψηλό είναι το “τίμημα” για τη μη έξοδο της Ελλάδας και την μη διάλυση της ευρωζώνης.
Οι τέσσερις πολιτικοί συμμερίζονται τις ανησυχίες που εκφράσθηκαν από το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, που χρησιμοποίησε για τα μέτρα, την έκφραση “κατάλογος φρικαλεοτήτων”. Συμμερίζονται επίσης το θυμό του ελληνικού λαού που νιώθει ότι “η ψήφος του καταπατήθηκε”. Πώς να κλείσουμε τα μάτια στις θυσίες του ελληνικού λαού, με τις σημαντικές μειώσεις μισθών, τις ελλείψεις στον τομέα της υγείας που κάνει το λαό “να υποφέρει μέσα στη σάρκα του”, παρατηρούν οι αρθρογράφοι, αλλά παράλληλα σχολιάζουν: Πως να μην καταλάβουμε και τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν έχουν διάθεση να πληρώσουν, διότι έχουν πληρώσει έως τώρα το ένα τέταρτο της βοήθειας προς την Ελλάδα.
“Θέλουμε να είμαστε αλληλέγγυοι αλλά δεν θέλουμε να πληρώσουμε. Πως θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από αυτήν τη σχιζοφρένεια;”, διερωτώνται. Η απάντηση των τεσσάρων πολιτικών στο ερώτημα, είναι ότι “θα πρέπει να εξηγήσουμε στους πολίτες, ότι τα λογιστικά ενός κράτους δεν είναι τα ίδια με αυτά μιας οικογένειας - και να προχωρήσουμε στην ανοικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης”.
Το άρθρο παραπέμπει κατ’ αρχάς στο παράδειγμα της Γερμανίας το 1953, της οποίας το χρέος διαγράφηκε κατά 62%, για να συνοδευτεί και από μία περίοδο αποπληρωμής 30 χρόνων, με τον όρο ωστόσο ότι η Γερμανία μπορούσε να διακόπτει την αποπληρωμή, εάν η δόση ξεπερνούσε το 5% των εσόδων της από τις εξαγωγές. “Κανένας Γάλλος ή Ιταλός πολίτης δεν είδε να αυξάνεται η φορολογία του εξ' αιτίας αυτής της διευθέτησης”, υπογραμμίζουν οι πολιτικοί και ερωτούν: “Γιατί αυτό που ήταν δυνατό το 1953 για τη Γερμανία δεν είναι δυνατό το 2015 για την Ελλάδα;”.
Άλλο τόσο, οι τέσσερις πολιτικοί υπενθυμίζουν ότι και η Γαλλία έχει ένα έλλειμμα 3,8% του ΑΕΠ, που υπερβαίνει τους όρους του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας - αλλά η Κομισιόν της έδωσε και νέο περιθώριο συμμόρφωσης, έως το 2017. Η Ελλάδα, βέβαια, εξαιτίας του ύψους του χρέους της θα πρέπει να επιδιώξει ένα πρωτογενές πλεόνασμα. Το ερώτημα όμως είναι γιατί να της επιβάλλουν ένα πλεόνασμα που να ξεπερνάει το 3% το 2018.
“Βλέπουμε λοιπόν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτικό, αλλά κυρίως πολιτικό: Είναι άραγε ακόμα δυνατό για ένα λαό στην Ευρώπη, να επιλέξει μια πολιτική που να είναι σε ρήξη με τις φιλελεύθερες πολιτικές;”, αναρωτιούνται.
Επιχειρώντας μια απάντηση, οι συντάκτες του δημοσιεύματος σημειώνουν πως “η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Από το 2008 δώσαμε πολλά στις τράπεζες - και οι λαοί συνεχίζουν να σφίγγουν τη ζωστήρα. Η γηραιά Ευρώπη ψυχορραγεί. Πέρα από κάποια έκτακτα μέτρα για να αποφευχθεί το χάος στην Ελλάδα, επείγει να οικοδομήσουμε μια νέα Ευρώπη, ξεκινώντας με έναν περιορισμένο αριθμό χωρών, αυτών που μοιράζονται τις ίδιες κοινωνικές και δημοκρατικές φιλοδοξίες: Μια Ευρώπη που να μάχεται κατά των φορολογικών παραδείσων και κατά του φορολογικού “ντάμπινγκ”, με δεδομένο ότι ο μέσος φορολογικός συντελεστής επί των κερδών έπεσε στο 25% στην Ευρώπη, έναντι 40% στις ΗΠΑ”, υπογραμμίζουν οι συντάκτες.
Στις προτάσεις που κατατίθενται, περιλαμβάνεται ένα “ταμείο αλληλεγγύης” με στόχο την κοινωνική σύγκλιση, η χρήση των 1.200 δισ. ευρώ που προβλέπεται να εκδώσει η ΕΚΤ τους επόμενους μήνες για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και ιδιαίτερα για τη μετάβαση σε πράσινες μορφές ενέργειας – κάτι που αναμένεται να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία, στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα. Η νέα Ευρώπη θα πρέπει να είναι δημοκρατική: Η εξουσία δεν θα πρέπει να είναι στα χέρια των λόμπι και των τεχνοκρατών, αλλά η πολιτική της να καθορίζεται ανά πενταετία από την ψήφο των πολιτών – οι δε πολιτικές να εφαρμόζονται από μία κυβέρνηση που θα λογοδοτεί σε ένα Κοινοβούλιο. Η Ευρώπη αυτή, θα πρέπει να είναι προικισμένη και με μια διπλωματία και άμυνα, που να της εξασφαλίζουν τις δυνατότητες μιας δύναμης ειρήνης στον κόσμο.
Καταλήγοντας, οι τέσσερις Ευρωπαίοι πολιτικοί υπενθυμίζουν ότι από το 1989 οι Γερμανοί ηγέτες ζητούσαν τη δημιουργία μια πολιτικής Ευρώπης. “Κάθε φορά όμως την ιδέα κλωτσούσαν οι Γάλλοι”. Αυτή τη φορά όμως “δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο”.