Την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη ζητεί ο γερμανός υπ. Οικονομικών Β. Σόιμπλε σε συνέντευξή του στη γερμανική ραδιοφωνία, αφήνοντας παράλληλα και περιθώρια για περισσότερη αλληλεγγύημ, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle.
Όλα αυτά μετά τη συνέντευξη του νέου προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung και την επισήμανσή του ότι θα ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει περισσότερο χρόνο σε ευρωπαϊκές χώρες που δεν τηρούν ακόμη πλήρως τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας. Στη σημερινή συγκυρία, η επιείκεια της Επιτροπής Γιούνκερ θα ωφελούσε κυρίως τη Γαλλία και την Ιταλία. Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες της γερμανικής εφημερίδας, από την επιεική "γραμμή Γιούνκερ" θα μπορούσαν να επωφεληθούν άλλες πέντε ευρωπαϊκές χώρες που περνούν από το "μικροσκόπιο" της Κομισιόν.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά επισημαίνει την ανάγκη να τηρηθούν τα κριτήρια, χωρίς ωστόσο να αποκλείει και την απαραίτητη επίδειξη αλληλεγγύης, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο: "Έχουμε μία συγκεκριμένη διαδικασία" τονίζει ο γερμανός υπουργός Οικονομικών.
"Τα κράτη-μέλη υποβάλλουν προς έγκριση τον προϋπολογισμό τους στα πλαίσια του ευρωπαϊκού εξαμήνου. Η Κομισιόν στη συνέχεια λαμβάνει θέση κι εμείς συζητούμε επί τη βάση αυτών των προτάσεων της Κομισιόν, τόσο στο Γιούρογκρουπ όσο και στο Εκοφίν. Αυτό θα κάνουμε λοιπόν και τη μεθεπόμενη εβδομάδα. Γνωρίζουμε ότι μερικοί από τους πιο σημαντικούς εταίρους μας βρίσκονται σε δύσκολη θέση αυτή τη στιγμή και γνωρίζουμε επίσης ότι έχουμε κοινή ευθύνη, ότι πρέπει να επιδείξουμε αλληλεγγύη".
"Δεν ωφελούν οι δημόσιες συζητήσεις"
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επισημαίνει ότι μία πρώτη επαφή για το ζήτημα αυτό ανάμεσα σε Βερολίνο και Παρίσι θα γίνει στις αρχές της επόμενης εβδομάδες με κοινές γαλλογερμανικές διαβουλεύσεις των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών. Έκανε μάλιστα λόγο για "εντατικές" επαφές ανάμεσα στις δύο χώρες.
Σε ερώτηση, εάν η επιεικής στάση αναμονής του προέδρου της Κομισιόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πολιτική αδυναμία απέναντι στη Γαλλία, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απαντά: "Δεν βλέπω τον λόγο να διεξάγουμε δημοσίως τέτοιες συζητήσεις, πριν καθίσουμε να συζητήσουμε κατ΄ιδίαν. Είμαστε σε συνεχή και στενή επαφή, άλλωστε αυτό προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες. Ο στόχος είναι να έχουμε κοινές υποχρεώσεις, περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές, βιώσιμη ανάπτυξη και βιώσιμους προϋπολογισμούς. Πρέπει από κοινού να βρούμε τον καλύτερο δυνατό δρόμο για να το επιτύχουμε αυτό..."
Για να γίνει αυτό, επισημαίνει ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, θα πρέπει να τηρηθούν οι κοινοί ευρωπαϊκοί κανόνες και μόνο τότε θα καταφέρει η ΕΕ να καταπολεμήσει την υψηλή ανεργία, και ιδιαίτερα την ανεργία των νέων.
"Ακολουθούμε τον σωστό δρόμο"
Οι δημοσιογράφοι της γερμανικής ραδιοφωνίας δεν παραλείπουν να θέσουν και το ερώτημα για την κριτική που δέχεται ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ιδιαίτερα εκτός συνόρων: ότι εστιάζει περισσότερο στη δημοσιονομική πειθαρχία και λιγότερο στην προώθηση των επενδύσεων που θα φέρουν οικονομική ανάπτυξη.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών απορρίπτει την κριτική αυτή: "Μα ακούσατε ότι μόλις χθες ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είπε ότι η Γερμανία ακολουθεί σωστή πολιτική" επισημαίνει.
"Όλα τα οικονομικά ινστιτούτα στη Γερμανία, η ʻεπιτροπή σοφώνʼ και η Μπούντεσμπανκ μας λένε ότι είναι σωστή η πολιτική που ακολουθούμε. Άλλωστε έχουμε ακόμη ένα συνολικό δημόσιο χρέος που φτάνει το 75% του ΑΕΠ και με βάση τους ευρωπαϊκούς κανόνες θα πρέπει να το μειώσουμε κάτω από 60%. Επομένως δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να τηρούμε τους κανόνες που έχουμε συμφωνήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο".
Το μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης περιστράφηκε πάντως σε θέματα οικονομικής πολιτικής στην ίδια τη Γερμανία. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ότι το Κοινοβούλιο ψήφισε φέτος, για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια, προϋπολογισμό, ο οποίος δεν προβλέπει νέο δανεισμό. Επίσης εξήγγειλε διαπραγματεύσεις με τις τοπικές κυβερνήσεις για τα έσοδα από την "εισφορά αλληλεγγύης" που είχε θεσπιστεί μετά την επανένωση της Γερμανίας, καθώς και για τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης των δήμων που καλούνται να φιλοξενήσουν πρόσφυγες και αιτούντες πολιτικό άσυλο.