Ως ανοικτό χαρακτηρίζει το ενδεχόμενο να προβεί η ΕΚΤ σε αγορές κρατικών ομολόγων με τύπωμα νέου χρήματος, αναφέρει δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters.
Ωστόσο, το όπλο αυτό, που αποτελεί τελευταία καταφυγή για την τράπεζα, μπορεί να μην είναι το μαγικό ραβδί που ελπίζουν οι αγορές, αναφέρει το ίδιο δημοσίευμα.
Μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ την περασμένη Πέμπτη, πηγές κοντά στην τράπεζα δήλωσαν στο Reuters ότι το τρέχον σχέδιο της για την αγορά στοιχείων ενεργητικού από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να μην είναι επαρκές και ότι είναι πιθανόν να υπάρξει πίεση για πιο τολμηρή δράση στις αρχές του επόμενου έτους, κατ' αρχήν με παρεμβάσεις στην αγορά εταιρικών ομολόγων.
Ενώ ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες του ευρώ αντιτίθενται από λόγους αρχής να γίνει το τελικό βήμα - η ποσοτική χαλάρωση -, άλλοι εμφανίζονται διστακτικοί, επειδή δεν υπάρχει εγγύηση ότι το μέτρο αυτό θα αναζωογονήσει την οικονομία της Ευρωζώνης, σημειώνει το δημοσίευμα.
Τα εμπόδια για το βήμα αυτό παραμένουν μεγάλα. Υπάρχει μία μειοψηφία επτά, πιθανόν και δέκα, από τα 24 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που είναι αντίθετα στο μέτρο, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δήλωσαν στο Reuters πηγές της κεντρικής τράπεζας.
"Με δεδομένη την αντίθεση της Γερμανίας, ο Μάριο Ντράγκι θα ήθελε μία ισχυρή πλειοψηφία στο Διοικητικό Συμβούλιο για να ανακοινώσει ένα μεγάλο και αξιόπιστο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης", δήλωσε οικονομολόγος της αμερικανικής τράπεζας JP Morgan.
Αναμένεται ότι η ΕΚΤ (εφόσον προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση) θα πρέπει να αγοράζει ομόλογα ανάλογα με τη συμμετοχή των χωρών στο κεφάλαιό της, δηλαδή ανάλογα με το μέγεθος των οικονομιών των χωρών - μελών. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ότι θα αγόραζε τα περισσότερα ομόλογα από τη Γερμανία, τη χώρα που χρειάζεται λιγότερο μία βοήθεια. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες βασίζονται στον τραπεζικό δανεισμό παρά στον δανεισμό τους από τις αγορές και οι ευρωπαϊκές μετοχές διαπραγματεύονται ήδη σε υψηλά επίπεδα τιμών.
Ακόμη και αν η ΕΚΤ επρόκειτο να αγοράσει κρατικό χρέος αξίας πολλών δισ. ευρώ από τις τράπεζες, κάποιες από αυτές εξακολουθούν να διορθώνουν τους ισολογισμούς τους και όλες αντιμετωπίζουν αυστηρότερους κεφαλαιακούς κανόνες, κάτι που περιορίζει τη δυνατότητά τους να δανείσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αναφέρει το δημοσίευμα.