Σε κατ΄αρχήν συμφωνία, που κρίνεται ως θετική εξέλιξη, σε όλα τα επιμέρους θέματα, που αφορούν τον χρηματοπιστωτικό τομέα της Κύπρου, κατέληξαν η Κεντρική Τράπεζα και η τρόικα.
Η εκπρόσωπος Tύπου της Κεντρικής Τράπεζας Αλίκη Στυλιανού σε δήλωσή της, ανέφερε ότι οι δύο πλευρές έχουν καταλήξει σε συμφωνία, ύστερα από παρατεταμένες διαβουλεύσεις, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας, όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Η συμφωνία, προσέθεσε, θέτει τις βάσεις για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, επαναφέροντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η κ. Στυλιανού ανέφερε, επίσης, ότι η ανακεφαλαιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και η συνεπαγόμενη αύξηση της ρευστότητας, θα οδηγήσει στη μείωση των επιτοκίων και στην ικανοποίηση των χρηματοοικονομικών αναγκών της οικονομίας, εξελίξεις οι οποίες θα επηρεάσουν θετικά την ανάπτυξη.
Σήμερα η υπουργική επιτροπή θα συναντηθεί με τους επικεφαλής της τρόικας για να καθοριστούν όλα τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας των δύο πλευρών.
Στο θέμα των περικοπών και στην απαίτηση της τρόικας για ποσό ενός δισεκατομμυρίου διακοσίων εκατομμυρίων ευρώ, η κυπριακή πλευρά αντιπροτείνει περικοπές ενός δισεκατομμυρίου εκατό εκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με την Κυπριακή κυβέρνηση, σε περίπτωση που χρειασθεί, θα γίνουν σε κατοπινό στάδιο νέες περικοπές ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Εκφράζεται, επιπλέον, κάθετη διαφωνία και στο αίτημα της τρόικας για διαγραφή χρέους του κράτους στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύψους 8 δισεκατομμυρίων ευρώ, αφού θα προκληθεί πρόβλημα βιωσιμότητας του Ταμείου. Επίσης, παραμένουν οι διαφωνίες για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαγμογή και την ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών.
Διαφωνίες υπάρχουν και στο θέμα του φυσικού αερίου, για το οποίο η Λευκωσία είναι αντίθετη στην πρόταση της τρόικας να τεθεί ο ενεργειακός πλούτος της Κύπρου υπό τον έλεγχο των μελλοντικών δανειστών. Η Κυπριακή κυβέρνηση διαβίβασε εγγράφως προς την τρόικα την θέση ότι είναι προς το συμφέρον του κυπριακού λαού και της κυπριακής οικονομίας να διατηρεί το κράτος και όχι οι διεθνείς δανειστές τον έλεγχο των μελλοντικών εσόδων από τη διαχείριση των υδρογονανθράκων.