"Ο Μπαρόζο υπερασπίζεται την κληρονομιά του" είναι ο τίτλος δημοσιεύματος στον ιστότοπο Euobserver.com, στο οποίο φιλοξενούνται δηλώσεις του απερχόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ορισμένες εκ των οποίων αφορούν και στην Ελλάδα.
Ο Μπαρόζο στις δηλώσεις του υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βγει ισχυρότερη από την κρίση και είναι πλέον εξοπλισμένη με περίπου 40 νέα νομοθετικά κείμενα που ασχολούνται με τη χρηματοοικονομική εποπτεία. “Έχουμε εξουσίες που οι προκάτοχοί μας δεν θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν”, σημειώνει, τονίζοντας το νέο δικαίωμα της Επιτροπής να “απορρίπτει” σχέδια εθνικών προϋπολογισμών.
Αναφερόμενος στις κατηγορίες ότι η Κομισιόν –η οποία μαζί με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επεξεργάστηκαν τους όρους των δανείων για τη διάσωση χωρών της Ευρωζώνης– εξανάγκασε τις χώρες να πληρώσουν πολύ βαρύ κοινωνικό τίμημα αναγκάζοντάς τις να περικόψουν τις δημόσιες δαπάνες, ο Μπαρόζο είναι “απολογητικός” κατά το ήμισυ. Ο ίδιος παραδέχεται ότι μερικές φορές η ισορροπία χάθηκε, αφού αναγκάστηκαν να κινηθούν περισσότερο προς μία κατεύθυνση, αλλά τονίζει ότι “σε γενικές γραμμές” η προσέγγιση ήταν η σωστή.
“Θα ήταν καλύτερα, για παράδειγμα, να μην έχουν ζητηθεί αυτές οι θυσίες από τους λαούς; Προσωπικά, νομίζω ότι θα ήταν χειρότερα”, τονίζει.
Ο Μπαρόζο επισημαίνει ότι οι διαφορές στην Ευρώπη σχετικά με τα οικονομικά θέματα υφίστανται “όχι μόνο μεταξύ της Φινλανδίας και της Ελλάδας, αλλά και μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας”. Σημειώνει επίσης ότι για να πείσει τις δύο αυτές χώρες να είναι πιο γενναιόδωρες, χρειάστηκε να δουλέψει ώρες διακριτικά στο παρασκήνιο.
Επισημαίνει επίσης ότι ο ίδιος συγκαταλεγόταν στους λίγους ανθρώπους που πραγματικά αγωνίστηκαν για να επιβιώσει το ευρώ στις πιο σκοτεινές ημέρες της κρίσης.
Όπως χαρακτηριστικά διηγείται, από μια ομάδα κορυφαίων οικονομολόγων που ο ίδιος είχε καλέσει σε συνάντηση τον Ιούλιο του 2012, μόνο ένας πίστευε ότι η Ελλάδα, το αρχικό επίκεντρο της κρίσης, θα μπορούσε να παραμείνει στην Ευρωζώνη.
“Είμαι πολύ περήφανος, γιατί πολλές κυβερνήσεις δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες σχετικά με αυτό. Έπρεπε να πείσω το Βερολίνο. Στο τέλος πήραν τη σωστή απόφαση”, πρόσθεσε.