Οι πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας και μείωσης των δημόσιων δαπανών θα μπορούσαν να αποδειχθούν λιγότερο αναγκαίες λόγω της διατήρησης του ιστορικά χαμηλού επιτοκίου στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, αναφέρει σήμερα σε έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τα επιτόκια που κατέβαλαν τα κράτη για να χρηματοδοτηθούν στις αγορές επέτειναν "μια αισθητή μείωση" από την δεκαετία του 1980 και είναι ακόμη και "αρνητικά", αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, επισημαίνει το ΔΝΤ στην έκθεσή του. Κατά το διεθνή μέσο όρο, το "πραγματικό παγκόσμιο επιτόκιο” για τα δεκαετή ομόλογα έπεσε από το 5,5%, κατά τη δεκαετία του '80, στο 3,5% τη δεκαετία του '90, στην συνέχεια στο 2% μεταξύ του 2001 και του 2008, προτού καταστεί "ελαφρώς αρνητικό" το 2012, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η υποχώρηση αυτή επιταχύνθηκε με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, η οποία ώθησε τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να χαμηλώσουν το βασικό τους επιτόκιο σε ένα σχεδόν μηδενικό επίπεδο για να υποστηρίξουν την οικονομία. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί λόγω κυρίως της αυξανόμενης "όρεξης" των επενδυτών για το κρατικό χρέος, το οποίο θεωρείται ασφαλής τοποθέτηση.
Έτσι, τα κράτη θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο Δημόσιο τη χρηματοδότηση νέων δαπανών χωρίς να επιβαρύνουν επιπλέον τα οικονομικά τους, καθώς το βάρος του χρέους θα ήταν έτσι σχεδόν μηδαμινό, ακόμη και αρνητικό, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό.
"Ορισμένες αυξήσεις στις δημοσιονομικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το χρέος, κυρίως δημόσιες επενδύσεις, θα μπορούσαν να μην οδηγούν σε αυξήσεις του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα", επισημαίνει το ΔΝΤ, στηριζόμενο στην υπόθεση επιτοκίων που θα είναι κατώτερα από αυτά της οικονομικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτά τα χαμηλά επιτόκια είναι παράλληλα κομιστές απειλών για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς "υποκινούν" τους επενδυτές να ρισκάρουν στις αγορές, για να βρουν εκεί πιο υψηλές αποδόσεις.