Ως ερώτηση που στερείται ουσιαστικού ενδιαφέροντος εκλαμβάνει το αν η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει ενταχθεί στην Ευρωζώνη ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ, που σε συνέντευξή του στην Καθημερινή τονίζει πως “μία Ελλάδα με χρηστή διακυβέρνηση, σεβόμενη τις μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές οικονομικές της ισορροπίες και διατηρώντας την ανταγωνιστικότητά της, θα ήταν σε μία απείρως καλύτερη κατάσταση από μία Ελλάδα με κακή διαχείριση”.
Όπως σημειώνει ο Τρισέ, η Ευρώπη και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα βοήθησαν την Ελλάδα, έπειτα από αίτημά της, ώστε η απαραίτητη εξισορρόπηση να γίνει μέσα σε συνθήκες λιγότερο δραματικές και περισσότερο προοδευτικές απ’ ό,τι αν δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Ωστόσο, συνεχίζει, “ακόμα και λαμβάνοντας βοήθεια από τις χώρες που πρόσκεινται φιλικά στην Ελλάδα, η ανάκαμψη των μεγάλων ισορροπιών είναι μια διαδικασία πολύ δύσκολη και επίπονη, κυρίως για τις πιο ευάλωτες οικονομικά χώρες, οι οποίες χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Πρέπει να σημειωθεί πως οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το ΔΝΤ ή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά, σε τελευταία ανάλυση, από την κυβέρνηση του εν λόγω κράτους, δηλαδή της Ελλάδας εν προκειμένω. Το ΔΝΤ και η Κομισιόν οφείλουν φυσικά να βεβαιωθούν πως οι χρηματοδοτήσεις τους δεν θα πάνε χαμένες, διότι αυτό ζητάνε οι δανειστές – από τη μία πλευρά ολόκληρη η διεθνής Κοινότητα και, από την άλλη, τα εθνικά Κοινοβούλια των χωρών που δανείζουν τα χρήματά τους”.
Ερωτηθείς αν μία αναδιάρθρωση με “κούρεμα” του δημόσιου χρέους του φαίνεται η καλύτερη λύση για να ελαφρύνει το ελληνικό βάρος, απαντά: “Ας μην ξεχνάμε πως οι αποφάσεις λαμβάνονται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και πρέπει να εγκρίνονται και από τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Εάν οι προσπάθειες της Ελλάδας –που θα γνωστοποιηθούν τον Απρίλιο για τους προϋπολογισμούς 2013– είναι σύμφωνες με τις δεσμεύσεις της, νομίζω ότι μία συμπληρωματική προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών θα ήταν δικαιολογημένη. Δεν υπήρξα ποτέ υπέρμαχος της διαγραφής του δημόσιου χρέους, κάτι που θεωρώ δύσκολο να κατανοηθεί από τις πιστώτριες χώρες. Όμως, η χρονική παράταση των δόσεων και η μείωση του υπάρχοντος επιτοκίου θα μου φαίνονταν ως πιθανά εφικτά μέτρα.
Όσο για το “μοντέλο Κύπρου”, σχολιάζει: “Αναφορικά με την Κύπρο, πρόκειται προφανώς για πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, μοναδική στην Ευρώπη. Όσον αφορά στο μέλλον, οι έννοιες αποσαφηνίστηκαν για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Επιμένω όμως σ’ ένα σημείο που μου φαίνεται κρίσιμο. Ως προς το “bailing in” των πιστωτών, είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε εμφανώς μία τράπεζα που αποφασίζουμε να θέσουμε υπό εκκαθάριση, όπου το “bail in” πρέπει να αποτελεί κανόνα –με σεβασμό βέβαια στη σειρά προτεραιότητας– από μία άλλη τράπεζα σε ανάκαμψη, της οποίας την ποιότητα της υπογραφής είναι απαραίτητο να προστατεύσουμε προς το συμφέρον του ίδιου του δημοσίου χρήματος που χρησιμοποιείται για την ανακεφαλαιοποίησή της. Έχω μερικές φορές την αίσθηση ότι μπερδεύουμε αυτές τις δύο καταστάσεις”.