Ενώ στη Γερμανία η οικονομία αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, τα επιτόκια είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η ανεργία μειώνεται, οι γερμανικές εισπρακτικές εταιρείες οφειλών “βλέπουν” κινδύνους στον ορίζοντα. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνεται σε ανάλυση της Deutsche Welle, η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα έχει ευεργετικές συνέπειες στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και στην κατανάλωση, καθώς επιχειρηματίες και καταναλωτές μπορούν να πάρουν δάνεια με πολύ ευνοϊκούς όρους προκειμένου να επενδύσουν ή να καταναλώσουν περισσότερα αγαθά, όμως από την άλλη πλευρά, με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, η αποταμίευση θεωρείται ασύμφορη.
Σύμφωνα με τη γερμανική διατραπεζική εταιρεία πληροφοριών για την οικονομική συμπεριφορά επιχειρήσεων και ιδιωτών (Schufa), σήμερα στη Γερμανία καταγράφονται 17 εκατομμύρια χρεολυτικά δάνεια. Ο αριθμός τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο της Deutsche Welle, είναι κατά 50% υψηλότερος σε σχέση με το 2003. Τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια εξυπηρετούνται τακτικά, υποστηρίζει ο Μίχαελ Μπρέντς, εκπρόσωπος της ιδιωτικής εταιρείας Creditreform, που δραστηριοποιείται στη συλλογή στοιχείων για την φερεγγυότητα προσώπων και επιχειρήσεων. “Η συνέπεια ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις έχει βελτιωθεί. Την περασμένη χρονιά το 79% των λογαριασμών εξοφλήθηκε εντός 30 ημερών. Φέτος το σχετικό ποσοστό έφτασε στο 83%. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι έχουν μειωθεί οι διαγραφές κερδών που οφείλονται σε χρεοκοπία των πελατών ή των εταίρων μιας επιχείρησης. Έχει μειωθεί επίσης ο αριθμός των επιχειρήσεων που καταγράφουν απώλειες”, διευκρινίζει ο Μίχαελ Μπρέντς.
Το 2013, συνεχίζει το δημοσίευμα, κατεγράφη ο μικρότερος αριθμός πτωχεύσεων επιχειρήσεων των τελευταίων 14 ετών. Σημειώθηκε επίσης μείωση του αριθμού των καταναλωτών που περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμών. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη οφειλέτες που δεν είναι σε θέση να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Σύμφωνα με τον “Άτλαντα Οφειλετών” της Creditreform, ο ένας στους δέκα ενήλικες –περίπου 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι- είναι αντιμέτωποι με τέτοιου είδους προβλήματα. Τα χρέη τους υπολογίζονται στις 33 χιλιάδες ευρώ κατά κεφαλή. Οι εταιρείες που έχουν τέτοιους πελάτες έχουν δύο επιλογές: η πρώτη είναι να κινηθούν με δικά τους μέσα για την είσπραξη των οφειλών. Η δεύτερη επιλογή είναι να επιφορτίσουν σχετικά μια εισπρακτική εταιρεία ληξιπρόθεσμων οφειλών. Στη Γερμανία υπάρχουν 560 τέτοιες εταιρείες, οι οποίες έχουν συστήσει και παγγερμανικό σύνδεσμο. Στις περισσότερες περιπτώσεις καλούνται να εισπράξουν τις οφειλές καταναλωτών προς επιχειρήσεις. Μόνο των 10% των περιπτώσεων αφορά χρέη επιχειρήσεων προς επιχειρήσεις. Η αυξανόμενη υπερχρέωση των νοικοκυριών και των καταναλωτών ανησυχεί τις εταιρείες είσπραξης. Και όπως υπογραμμίζει ο Κάι Ούβε Μπεργκ εκπρόσωπος του Συνδέσμου των Εισπρακτικών Εταιρειών: “Υπάρχει, υπό προϋποθέσεις, το σοβαρό ενεδεχόμενο να είναι εν λειτουργία μια ωρολογιακή βόμβα, η οποία θα μπορούσε να εκραγεί όταν και εφόσον σημειώσει μικρή επιδείνωση η κατάσταση της οικονομίας”.
Το ζοφερό αυτό ενδεχόμενο, καταλήγει το άρθρο, ευνοεί -σε πρώτη ανάγνωση- τις εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες θα αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους. Ωστόσο, όταν ο οφειλέτης δεν έχει, δεν μπορεί και η εισπρακτική εταιρεία να εισπράξει. “Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος”, λέει ο Κάι Ούβε Μπεργκ.