Το ευρωπαϊκό σχέδιο για τη φορολόγηση ενός ευρύτατου φάσματος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών αντιμετωπίζει νέες καθυστερήσεις, παρά τη στήριξή του από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας, καθώς οι χώρες που έχουν ταχθεί υπέρ του νέου φόρου διαφωνούν σε βασικές λεπτομέρειές του, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal.
Η απόφαση του Βερολίνου να ταχθεί υπέρ της φορολόγησης και των συναλλαγών σε νομίσματα (currency transactions) μπορεί να περιπλέξει τις διαπραγματεύσεις, επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προειδοποιήσει ότι μία τέτοια κίνηση θα παραβίαζε την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων στην ΕΕ. Η Γαλλία, η Γερμανία και εννιά άλλες χώρες προωθούν την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επιβολή φόρου στις συναλλαγές που αφορούν μετοχές, ομόλογα και παράγωγα, μετά την κατάρρευση πριν από ένα χρόνο των συζητήσεων για την επιβολή ενός πανευρωπαϊκού φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Στην πρώτη συνάντηση, ωστόσο, που είχαν εκπρόσωποι των 11 χωρών την περασμένη Τετάρτη, μετά από σχεδόν τρεις μήνες, συμφώνησαν να μην εφαρμοσθεί ο φόρος έως το 2015 το νωρίτερο, σύμφωνα με δύο πρόσωπα που έχουν γνώση των συζητήσεων.
Ο φόρος επρόκειτο αρχικά να εφαρμοσθεί την 1η Ιανουαρίου, σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Φεβρουάριο, αλλά η Επιτροπή ανακοίνωσε τον Ιούνιο ότι θα υπήρχε καθυστέρηση τουλάχιστον έξι μηνών στο χρονοδιάγραμμα. "Δεδομένου ότι (οι 11 χώρες) δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε ένα συμβιβαστικό κείμενο για να συμφωνήσουν σε αυτό στο επίπεδο των υπουργών Οικονομικών. . . το 2015" είναι μία πιο ρεαλιστική ημερομηνία, δήλωσε ένας αξιωματούχος της ΕΕ. Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ δεν αναμένεται να συζητήσουν το θέμα του φόρου όταν θα συναντηθούν στις 10 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες, καθώς θα επικεντρωθούν στην ολοκλήρωση του σχεδίου για τον κεντρικό έλεγχο των προβληματικών τραπεζών της Ευρωζώνης.
Ο φόρος αποσκοπεί να αποθαρρύνει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές και να διασφαλίσει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα ξεπληρώσει μέρος των κεφαλαίων που έλαβε από τους φορολογούμενους κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν, ο φόρος θα ανέρχεται στο 0,1% για τις συναλλαγές που αφορούν μετοχές και ομόλογα και στο 0,01% για τις συναλλαγές σε παράγωγα μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εάν το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος έχει την έδρα του στην ΕΕ.
Οι διαπραγματεύσεις είχαν σταματήσει από τις 9 Σεπτεμβρίου, εν μέρει επειδή οι εθνικές κυβερνήσεις ανέμεναν το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου. Μικρή ήταν, ωστόσο, και η πρόοδος που έγινε στις συζητήσεις πριν από τον Σεπτέμβριο, καθώς οι 11 χώρες παρέμεναν διασπασμένες σε βασικά θέματα, περιλαμβανομένης της έκτασης εφαρμογής του φόρου και της διανομής των εσόδων του. Εν τω μεταξύ, ευρωβουλευτές υπονοούσαν στις αρχές Σεπτεμβρίου ότι το σχέδιο θα παραβίαζε τα δικαιώματα των χωρών - μελών που δεν το έχουν προσυπογράψει και θα παραβίαζε τους κανόνες ανταγωνισμού.