Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει τους καταθέτες και τους επενδυτές και να αποτρέψει το κραχ στην οικονομία, η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής αύξησε τα επιτόκια για χρεόγραφα που λήγουν στις 28 Ιανουαρίου, μετά από πτώση του πέσο κατά 15% αυτή την εβδομάδα.
Η Κεντρική Τράπεζα της χώρας αύξησε και τα ομόλογα σε πέσο που λήγουν σε 98 ημέρες από σήμερα, κατά 6 μονάδες, με το συνολικό τους επιτόκιο να αγγίζει το 25,89%, σε μια γενικότερη πολιτική αύξησης επιτοκίων για να κρατήσει τις καταθέσεις.
Η Αργεντινή, θέλοντας να αποφύγει το κραχ στην οικονομία της, άρχισε να υποτιμά το πέσο από τις 22 Ιανουαρίου. Το νόμισμα της χώρας βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2002.
Η χώρα προσπαθεί εναγωνίως να αποφύγει την οικονομική κρίση, καθώς οι τράπεζες δείχνουν να στερεύουν από διεθνή κεφάλαια, με τον πληθωρισμό να σκαρφαλώνει στο 28,4% σε ετήσια βάση.
Αν και δεν ανακοίνωνεται επισήμως, η προσπάθεια της Κεντρικής Τράπεζας της Αργεντινής αποτελεί ένα από τα τελευταία χαρτιά του οικονομικού επιτελείου της χώρας, στο σχεδιασμό αντιμετώπισης της επιθετικής οικονομικής κρίσης και μάλιστα χαρακτηρίζεται ως "βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση" από τον Εζεκιέλ Αγκίρε, στρατηγικό αναλυτή της Bank of America.
Ωστόσο, ο Αγκίρε θεωρεί ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι ακόμη μικρή, με το δεδομένο ότι τα επιτόκια με όρους πραγματικής οικονομίας, βάσει της υποτίμησης του πέσο, είναι ακόμη αρνητικά.
Παράλληλα, προτείνει, την εφαρμογή ειδικού επιτοκίου για καταθέσεις για πάνω από 30 μέρες και για ποσό άνω του 1.000.000 πέσος, σε τιμή 40%, ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση της αργεντίνικης οικονομίας.
Την ίδια στιγμή το πέσο κατρακυλά στην ισοτιμία εννέα προς ένα με το αμερικανικό δολάριο.
Στο μεταξύ, η μαύρη αγορά στην Αργεντινή οργιάζει.
Η Αργεντινή βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όσον αφορά στο απόθεμα ξένων νομισμάτων της, παρά το πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο του 2013, που ανήλθε σε 9 δισεκατομμύρια δολάρια. Η κυβέρνηση της χώρας έχει αυξήσει τις προσπάθειές της να εμποδίσει τη μείωση του αποθέματος αυτού —που από 52 δισεκατομμύρια μειώθηκε στα 29 σε διάστημα τριών ετών— μέχρι στιγμής όμως μάταια.