Η ιστορία του «παπουτσόσκυλου», του ανθρώπου που ίδρυσε την Nike
Ο Φιλ Νάιτ είναι ο άνθρωπος πίσω από το διάσημο λογότυπο της Nike. Πουλώντας παπούτσια από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, ο Νάιτ έκανε τζίρο το 1963, οχτώ χιλιάδες δολάρια. Σήμερα, οι ετήσιες πωλήσεις της Nike φτάνουν τα τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια και το λογότυπό της είναι από τα ελάχιστα αναγνωρίσιμα σε κάθε - όσο μακρινή και ξεχασμένη - γωνιά του κόσμου.
Αμέτρητες ιστορίες θα βρει ο αναγνώστης στην πετυχημένη αυτοβιογραφία του Φιλ Νάιτ, του «παπουτσόσκυλου» («Shoe Dog», ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου), ο οποίος αποδείχτηκε ένας από τους πιο εμβληματικούς επιχειρηματίες των τελευταίων δεκαετιών. Αντί να δουλέψει για μια μεγάλη εταιρεία, έφτιαξε κάτι νέο, δυναμικό, διαφορετικό και κυρίως δικό του. Ρίσκαρε, έκανε πίσω, ξέφυγε από παγίδες, αλλά πάνω απ' όλα αποδείχτηκε νικητής.
Η φοιτητική εργασία που οδήγησε σε μια αυτοκρατορία
Όλα ξεκίνησαν από μια φοιτητική εργασία. Ο Φιλ Νάιτ από το Πόρτλαντ του Όρεγκον, συνέλαβε ένα σχέδιο που θα γινόταν η πρώτη φίρμα αθλητικών του πλανήτη στο πλαίσιο μιας εργασίας για το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Έπρεπε να σκιαγραφήσει τις βασικές αρχές μιας νέας, μικρής επιχείρησης και διάλεξε για θέμα ένα χώρο που γνώριζε καλά - αφού υπήρξε δρομέας όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, ένα ίδρυμα με μεγάλη έφεση στον πανεπιστημιακό αθλητισμό.
Ο Νάιτ έφτιαξε επί χάρτου μια φίρμα που θα έσπαγε το μονοπώλιο της Adidas στα παπούτσια του στίβου, χρησιμοποιώντας τα φθηνά αλλά άξια εργατικά χέρια των Ιαπώνων ώστε να φτιαχτούν φτηνότερα αλλά και καλύτερα αθλητικά. Αποφοιτώντας, σκέφτηκε να το δοκιμάσει και στην πράξη και τελικά δικαιώθηκε.
Το πυρήνα της ιδέας των είχε από κοινού με τον προπονητή του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, Μπιλ Μπάουερμαν, όταν κατάλαβαν ότι τα αμερικανικά αθλητικά ήταν κατώτερα σε ποιότητα και στιλ από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, αλλά ταυτόχρονα ήταν και πολύ πιο βαριά και χάλαγαν πιο εύκολα. Ταυτόχρονα, οι Ιάπωνες, πειραματίζονταν με νέα υλικά και σχέδια με φαντασία και έφτιαχναν ήδη ελαφρά αλλά ανθεκτικά παπούτσια στίβου. Οπότε όταν αργότερα έκανε το μεταπτυχιακό του στη διοίκηση επιχειρήσεων, έγραψε την εργασία του με τίτλο «Μπορούν τα ιαπωνικά αθλητικά παπούτσια να κάνουν στα γερμανικά αθλητικά παπούτσια αυτό που έκαναν οι ιαπωνικές φωτογραφικές μηχανές στις γερμανικές φωτογραφικές μηχανές;» και περιέγραψε τις βασικές αρχές μιας μικρής αμερικανικής φίρμας παραγωγής αθλητικών παπουτσιών που βασιζόταν στην ιαπωνική βιομηχανική μηχανή.
Μόλις πήρε το μεταπτυχιακό του έφτιαξε την Blue Ribbon Sports, με 50 δολάρια μετρητά δανεικά από τον πατέρα του και πίστωση 1200 δολαρίων στην τράπεζα. Η Blue Ribbon Sports κατάφερε το 1964 να υπογράψει συμφωνία αντιπροσώπευσης στις ΗΠΑ της ιαπωνικής μάρκας αθλητικών παπουτσιών Japan’s Onitsuka Tiger Company, την πολύ γνωστή αργότερα ως Asics Tiger. Λίγα χρόνια μετά η Blue Ribbon θα μετονομαστεί σε Nike.
Το όνομα με την αρχαιοελληνική έμπνευση
Το όνομα «Nike», που προέρχεται από τη θεά της νίκης των αρχαίων Ελλήνων, ήταν ιδέα του πρώτου εργαζόμενου της εταιρείας, Τζεφ Τζόνσον. Ο Νάιτ ήταν δεκτικός στην πρόταση για το όνομα καθώς στις αρχές του 1963, επιστρέφοντας από την Ασία, επισκέφτηκε την Ελλάδα, «το πιο εντυπωσιακό μέρος που γνώρισε», όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του. Μαγεύτηκε από την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα και το ναό της Αθηνάς Νίκης και του άρεσε να αποτυπωθεί μια ανάλογη αύρα στη φίρμα του.
Ο Νάιτ άνοιξε το πρώτο του μαγαζί σε εργατικό προάστιο του Πόρτλαντ. Είχε βάλει στόχο να πουλά τα ανώτερης ποιότητας και φτηνότερα ιαπωνικά αθλητικά, σε μια δύσκολη για αυτό εποχή: Στην Αμερική του '60 το «ανώτερης ποιότητας» σπανίως συνδεόταν με ιαπωνικό προϊόν. Είχε εξασφαλίσει την αποκλειστική διάθεση μιας ιαπωνικής μάρκας αθλητικών για την αμερικανική αγορά και ήταν αποφασισμένος να απειλήσει την ηγεμονία της Adidas στα παπούτσια του στίβου, ενώ όλοι οι πρωταθλητές της εποχής φορούσαν Adidas.
Η εμπειρία του Νάιτ ως παλιού αθλητή του στίβου βοήθησε πολύ στο ξεκίνημα της Nike, καθώς ήξερε τις ανάγκες των δρομέων και δοκίμαζε πάντα πρώτος τα νέα προϊόντα της φίρμας του. Σύντομα, αστέρια του χώρου δέχτηκαν να φορέσουν τις αθλητικές δημιουργίες του προπονητή Μπιλ Μπάουερμαν, που ήταν και ο σχεδιαστικός εγκέφαλος της Nike.
Από τις διακριτικές χορηγίες στο σλόγκαν «Just Do It»
Στην αρχή ο Νάιτ είχε μια απέχθεια για τη διαφήμιση και προτιμούσε πιο έμμεσες μεθόδους μάρκετινγκ και χορηγίες με πιο διακριτική αλλά σταθερή παρουσία. Την ξεπέρασε όμως και στην κλασική διαφήμιση της Nike για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, η φιλόδοξη φίρμα ισχυρίστηκε ότι οι 4 από τους 7 κορυφαίους μαραθωνοδρόμους φορούσαν Nike, ξεχνώντας όμως να πει ότι οι δρομείς που φορούσαν Adidas κατέλαβαν στον αγώνα και τις τρεις πρώτες θέσεις. Παρά την τεχνολογική της καινοτομία, η Nike δεν έβγαζε και ιδιαίτερα μεγάλα κέρδη, καθώς οι αστέρες των σπορ ζητούσαν πολλά για να φορέσουν τα παπούτσια της, ποσά που συχνά δεν μπορούσε τότε να διαθέσει η εταιρεία.
Πολλά άλλαξαν κάποια χρόνια μετά, όταν ο Τζίμι Κόνορς κέρδισε το τουρνουά του Γουίμπλεντον στο τένις φορώντας ένα ζευγάρι Nike και ο μεγάλος Τζον ΜακΕνρό τα... λιμπίστηκε επίσης. Καθώς τα φόρεσε ο ΜακΕνρό, το μοντέλο πούλησε περισσότερο από 1 εκατ. κομμάτια και ο Νάιτ έβαλε ξαφνικά 178 εκατ. στο ταμείο.
Το επόμενο ταμπού που ξεπέρασε ο Νάιτ ήταν τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η Nike αποφάσισε να απευθυνθεί και σε... κανονική διαφημιστική εταιρία και απέκτησε έτσι τον Μάικλ Τζόρνταν, αλλά και το σλόγκαν «Just Do It».
Το 1977 έγινε και το τεχνολογικό breakthrough της εταιρείας, καθώς δύο αιρετικοί τεχνικοί, εκτός Nike, προτείνουν και τελικά πουλάνε στον Νάιτ και στην ομάδα του μια θρυλική πατέντα: ένα παπούτσι με μεγάλες, ογκώδεις σόλες από διαφανές πλαστικό που περιείχε «θύλακες πεπιεσμένου αέρα». Όταν ο Νάιτ τους ζήτησε να του το... εξηγήσουν, αυτοί του είπαν απλώς πως θα βάλουν στη σόλα «μπουρμπουλήθρες».
Το προϊόν έγινε ανάρπαστο και άλλαξε την πορεία της εξέλιξης των αθλητικών παπουτσιών.