Η ντίβα με τους θυελλώδεις έρωτες, η σχέση της με τον Ατατούρκ και το άδοξο φινάλε
Σήμερα αποτελεί ένα από τα νοσταλγικά αντικείμενα μιας άλλης εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Η κατακόκκινη κασετίνα που περιείχε 20 άφιλτρα τσιγάρα, είχε για σήμα κατατεθέν της μια εξίσου φλογερή ξανθιά, μια εντυπωσιακή εικόνα που φύλασσε στη τσέπη, στη παλάμη του ο εκάστοτε καπνιστής που έλεγε τη «συνθηματική» λέξη στον περιπτερά: Sante. Άραγε, να κρύβεται κάποια λάγνα ή ανιαρή, γιατί όχι, ιστορία πίσω από τη γραφιστική αυτή επιλογή; Υπήρξε στα αλήθεια αυτό το κορίτσι;
Όλα έχουν την αφετηρία τους στο μακρινό 1931, χρονιά που «γεννήθηκε» το πακέτο κάπου στο κέντρο της Αθήνας, επί της οδού Λυκούργου. Εκεί, ήταν η έδρα της εταιρείας του Χαρίλαου Κωνσταντίνου ο οποίο χάρισε το όνομα Sante στο πύρινο πακέτο - η ρίζα του Sante προέρχεται από τη λατινική λέξη sanitas που σημαίνει υγεία!
Η φλογερή ξανθιά
Η κασετίνα είχε το χρώμα του πάθους, το κόκκινο, και ένας ζωγράφος κλήθηκε να δώσει ζωή σε αυτό φιλοτεχνώντας το πρόσωπο μιας εξίσου εντυπωσιακής γυναίκας που άθελά της προκάλεσε σούσουρο στην πόλη για το ποια να ήταν άραγε η κοπέλα που προκαλούσε σε όσους την έβλεπαν μια ακατανίκητη έλξη. Το μυστικό αποκαλύφθηκε και το πορτραίτο απέκτησε σώμα, ψυχή και όνομα: Ζωζώ Νταλμάς, διάσημη ηθοποιός, χορεύτρια και ντίβα της οπερέτας.
Η βιογραφία της κρύβει ένα μυστήριο. Άλλοι λένε ότι γεννήθηκε μεταξύ 1900 και 1905 και πως το πραγματικό της όνομα ήταν Ζωή Σταυρίδη. Η Ζωή που έγινε Ζωζώ, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερη πατρίδα της ήταν η Θεσσαλονίκη στην οποία εγκαταστάθηκε όταν ήταν περίπου 10 χρονών. Τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, τα πέρασε στις προσφυγικές γειτονιές του Ιπποδρομίου ενώ δεν υπάρχει καμία πληροφορία σχετικά με τον πατέρα της.
Από νωρίς ανακάλυψε την καλλιτεχνική της φύση την οποία καλλιέργησε σπουδάζοντας στην συμπρωτεύουσα πιάνο, τραγούδι και χορό και μετά, επανέλαβε της ίδιες σπουδές στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Μιλάνο. Παρθενική της εμφάνιση ήταν ως χορεύτρια με τον Θίασο Ένκελ («Πριγκίπισσα της Τσάρντας») κι αμέσως μετά κατέβηκε στην Αθήνα, με τον ίδιο θίασο και το ίδιο έργο.
Το υποκριτικό της ταλέντο το ξεδίπλωσε πρώτη φορά στην οπερέτα «Ανοιξιάτικο αεράκι» και το 1923 σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη «Φρασκουίτα» του Λέχαρ (Θέατρο «Παπαϊωάννου»). Ως θιασάρχης, εμφανίστηκε στα Θέατρα: «Απόλλων», «Μοντιάλ», «Μακέδου», «Ιντεάλ», «Αλάμπρα» «Κεντρικόν», «Λαού», κ.ά. Έδωσε επίσης παραστάσεις στο Θέατρο «Ζωζώς» (που λειτουργούσε στην πλατεία Κυψέλης, φέροντας το όνομά της). Μεγάλη επιτυχία της υπήρξε η «Μπαγιαντέρα» του Κάλμαν, όπως και το «Κοκτέιλ» του Ρ. Μπενάτσκυ (το 1933 στο «Κεντρικόν»).
Στα χρόνια της καριέρας της, έδωσε πολλές συναυλίες και ρεσιτάλ χορού και τραγουδιού με διεθνές πρόγραμμα. Έκανε επίσης άπειρες περιοδείες, ψυχαγωγώντας τους απόδημους Έλληνες, μα και το αλλόγλωσσο κοινό. Έπαιξε και στον κινηματογράφο: 7 ταινίες στην Τουρκία (σε παραγωγή «Ιπέκ Φιλμ») και ορισμένες στο Παρίσι («Η καρδιά μου κτυπά», κ.λπ.) επίσης στην Ελλάδα: «Έρως και Κύματα» (1927), «Δις Δικηγόρος» (1933), κ.λπ.
Ο έρωτας με τον Ατατούρκ
Ως ντίβα της εποχής της, η Ζωζώ Νταλμάς ζούσε τη ζωή της μακριά από καθωσπρεπισμούς. Χαρακτηριστικό της ασυγκράτητης φύσης της είναι και η φράση που εκστόμισε:
«Έζησα τα πάντα, έκανα τα πάντα, δεν είχα φραγμούς, ήμουν ελεύθερη. Μεγάλες λέξεις, πόζες, ξελιγώματα, ε; Αλλά ησυχάστε, δεν πρόκειται για τέτοιο πράγμα. Νομίζετε πως μία καλλιτέχνις της δικής μου ιδιοσυγκρασίας, μποέμισσα από κούνια και αδιόρθωτη αναρχική που δεν μπορεί να ανεχθεί ρέγουλες, ετικέτες και δεσμούς σκλαβιάς, δεν έχει καμία φιλοσοφική αρχή; Ε, λοιπόν εγώ έχω μία. Η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία όταν δεν μοιάζει με ρομάντζο».
Από τους εραστές που τσαλάκωσαν τα σεντόνια της, ήταν και ο Κεμάλ Ατατούρκ! Η γνωριμία τους έγινε σε ένα νυχτερινό μαγαζί που χόρευε η Ζωζώ. Όταν τελείωσε τον χορό την κάλεσε στο τραπέζι του και στην συνέχεια πέρασαν τη νύχτα μαζί. Στις 6.30 το επόμενο πρωί, ο Κεμάλ έφυγε, έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό, όταν εκείνη ξυπνήσει να την περιποιηθούν ενώ της άφησε κι ένα χαρτονόμισμα χιλίων λιρών στο κομοδίνο «διά τις καλές της υπηρεσίες».
Προσβεβλημένη από την κίνηση αυτή, πήρε το χαρτονόμισμα στα χέρια της για να το σκίσει, αλλά βλέποντας πάνω σε αυτό τυπωμένο το πρόσωπο του Κεμάλ αποφάσισε να… δράσει διαφορετικά. Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε προσεχτικά το κομμάτι που ήταν η εικόνα του. Το υπόλοιπο κομμάτι με την τρύπα στη μέση το άφησε στη θέση του μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε: «Από αυτό που μου αφήσατε πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο».
Ο Κεμάλ συγκλονίστηκε από την κίνησή της και το ίδιο βράδυ της έστειλε στο θέατρο λουλούδια κι ένα πανάκριβο κόσμημα. Η Ζωζώ τα γύρισε πίσω. Το άλλο βράδυ τα ίδια, μέχρι που τελικά η Ελληνίδα ντίβα... υπέκυψε στο αδιάκοπο φλερτ του Τούρκου ηγέτη και οι δυο τους ξεκίνησαν ένα δεσμό ο οποίος κράτησε πολλά χρόνια, έως και λίγο πριν από τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο έρωτας αυτός, ωστόσο, σε συνδυασμό με κάποιες (αρκετές είναι η αλήθεια) επισκέψεις που έκανε η Ζωζώ στον Ελευθέριο Βενιζέλο (οι οποίες συνέπιπταν με την επιστροφή της από τα ταξίδια της στην Τουρκία) ήταν αρκετά ώστε να φουντώσουν οι φήμες πως η ντίβα κρατούσε με επιτυχία και τον... παράλληλο ρόλο της κατασκόπου!
Ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε κάτι τέτοιο. Η ίδια η Ζωζώ, ωστόσο, σε μία συνέντευξή της φρόντισε να δώσει τροφή στα σενάρια. «Κατάσκοπος δεν ήμουνα, Ελληνίδα ήμουνα… Και τα διαμάντια και τα χρυσαφικά που με γέμισαν Αιγύπτιοι πρίγκιπες και Τούρκοι πασάδες, στην οικογένειά μου και σε φτωχά κορίτσια τα μοίρασα», είχε πει.
Τα βασανιστήρια και το άδοξο φινάλε
Η καλή ζωή ξεθώριασε και η Ζωζώ Νταλμάς έμελλε να ζήσει τραγικές στιγμές στα χέρια των Ναζί. Βασανίστηκε στα υπόγεια της Γκεστάμπο επειδή δεν κατέδωσε συναδέλφους της που ήταν στην αντίσταση. Αποτέλεσμα των βασανιστηρίων ήταν να χάσει το τεσσάρων μηνών μωρό που είχε στην κοιλιά της.
Η αυλαία της ζωής της έπεσε στις 2 Αυγούστου 1988. Το τέλος της ζωής της τη βρήκε να ζει σε ένα δυάρι στους Αμπελόκηπους, όπου της πήγαιναν φαγητό οι γείτονες και κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου. Τα ένσημα που είχε μαζέψει δεν ήταν αρκετά για να βγάλει τη σύνταξη με αποτέλεσμα να πεθάνει μόνη και χωρίς πόρους. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι πέθανε μόνη σε ένα οίκο ευγηρίας και πως πώς τα έξοδα για την κηδεία της τα ανέλαβε ένας παλιός χορευτής και θαυμαστής της. «Άναψε ένα κεράκι στην Παναγία για να ξεκουραστώ», φέρεται να είπε πριν σβήσει για πάντα.