Συνέντευξη στο news.gr
Πέρασαν 11 χρόνια από τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης της τότε κραταιάς οικογενειακής επιχείρησης στην εμπορία ηλεκτρικών συσκευών Συκάρης Α.Ε., Αντώνης Συκάρης αποφάσιζε αποφάσισε μετά από ένα ταξίδι του στις Άλπεις να διακόψει τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα που κληρονόμησε από τον πατέρα του.
Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Όπως ο ίδιος λέει σε συνέντευξή του στο news.gr, αποφάσισε να βάλει λουκέτο, επιστρέφοντας τα εμπορεύματα στους προμηθευτές και ενώ η επιχείρηση ήταν ακόμα υγιής, διαβλέποντας την εξάπλωση των μεγάλων αλυσίδων σε όλη την ελληνική αγορά.
Μετά την έξοδό του από τα ηλεκτρικά είδη δραστηριοποιήθηκε στην εκμετάλλευση αστικών επαγγελματικών ακινήτων και στη δημιουργία φωτοβολταϊκού σταθμού στον Ασπρόπυργο, καθώς και με την ορειβασία με την οποία ασχολείται τα τελευταία σχεδόν 30 χρόνια.
Στις αρχές Απριλίου μαζί με τον Μάικ Ευμορφίδη, εκ των ιδρυτών – μαζί με τον αδερφό του Παύλο – της Cocomat, ξεκίνησαν από το Νεπάλ το ταξίδι τους για την κορυφή του Έβερεστ, 13 χρόνια μετά την πρώτη επιτυχημένη ελληνική αποστολή.
Μετά από 55 ημέρες, ζώντας σε θερμοκρασίες από -30 έως -5 βαθμούς Κελσίου, τα κατάφεραν κι ενώ ο Ευμορφίδης δεν είχε παρά ελάχιστη ορειβατική εμπειρία.
Στη συνέντευξη εφ ‘ολης της ύλης που ακολουθεί, ο Αντώνης Συκάρης μιλάει τόσο για την επιχειρηματική του ζωή, όσο και για την ανάβαση στην υψηλότερη κορυφή του κόσμου:
-Κύριε Συκάρη θα ήθελα να ξετυλίξουμε το νήμα, ξεκινώντας από την αρχή. Για πολλά χρόνια δραστηριοποιηθήκατε στην εμπορία ηλεκτρικών ειδών, καταγράφοντας μία αξιοσημείωτη διαδρομή. Ωστόσο απομακρυνθήκατε από την οικογενειακή επιχείρηση. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε σε αυτή την απόφαση;
«Είχα την προνοητικότητα να διαπιστώσω ότι αυτό που συνέβαινε σε άλλες χώρες θα συνέβαινε και στην Ελλάδα. Αναφέρομαι στην έλευση των πολυεθνικών και στη συγκέντρωση που θα ερχόταν για τον κλάδο. Για παράδειγμα η Dixons εξαγόραζε τοπικές αλυσίδες, ενώ η Media Markt αναζητούσε πρόσβαση στη χώρα μας.
Ήταν το 2004, όταν έβλεπα τον ερχομό της Media Markt στη χώρα μας. Έψαξα και είδα τι συνέβαινε σε άλλες χώρες κατά την έλευση των δύο αλυσίδων. Ο ερχομός τους δεν άφηνε κανένα περιθώριο βιωσιμότητας στους τοπικούς παίκτες.
Το θέμα ήταν καθαρά δομικό. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μπορέσει κανείς να αντιμετωπίσει αυτούς τους δύο ανταγωνιστές.
Γι’ αυτό και έφυγα έγκαιρα και ανώδυνα για τους προμηθευτές και τους πιστωτές μου».
-Πώς καταλήξατε σε αυτή την απόφαση;
«Θυμάμαι ότι είχα ταξιδέψει στις ελβετικές Άλπεις για σόλο ορειβασία. Έπρεπε να αποφασίσω εάν θα έπρεπε να εγκαταλείψω μία υγιή επιχείρηση με 45 εκατ. τζίρο και περισσότερα από 300 άτομα προσωπικό.
Το δίλημμα ήταν το εξής: Ή θα εγκατέλειπα επί τόπου ή θα περίμενα έως και την τελευταία στιγμή, όπως ο Γιάννης Στρούτσης της Ηλεκτρονικής Αθηνών.
Πέρασα από μία σύγκρουση με την ίδια μου την ύπαρξη. Κατέληξα στην απόφαση ότι πρέπει να διακόψω τις δραστηριότητες της επιχείρησης τον Ιανουάριο του 2005.
Δύσκολα θα έπαιρνε κανείς την απόφαση να σταματήσει μία επιχείρηση μπροστά σε μία επικείμενη απειλή. Με το Στρούτση το είχαμε συζητήσει πολλές φορές. Και θυμάμαι ότι τον είχα συμβουλεύσει αρκετές φορές να εγκαταλείψει την εταιρεία. Όπως αποδείχθηκε η κατάληξη ήταν μοιραία».
-Είχατε καλέσει τους προμηθευτές σας, ζητώντας τους να επιστραφούν τα εμπορεύματα που σας είχαν δώσει κι εκείνη το δέχτηκαν εάν θυμάμαι καλά…
«Έτσι ακριβώς συνέβη. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να καλέσω τους προμηθευτές. Η εταιρεία είχε τότε 68 εκατ. ευρώ συνολικές υποχρεώσεις στον ισολογισμό της. Επί της ουσίας ρευστοποιήσαμε το σύνολο του ενεργητικού μας και επιστρέψαμε τα εμπορεύματα για να μη χάσουν τα χρήματά τους οι προμηθευτές. Η εντιμότητα την οποία κληρονόμησα από τον Μικρασιάτη πατέρα μου, υπαγόρευε να κινηθώ κατ’ αυτό τον τρόπο».
-Ποια ήταν η στάση που είχε τηρήσει τότε ο πατέρας σας;
«Αυτό που πάντα έλεγε ήταν ότι δεν πρέπει να οφείλουμε σε κανέναν ούτε ένα ευρώ. Μάλιστα είχε συμφωνήσει απόλυτα με την απόφασή μου. Επωδός του ήταν επίσης να μην χρειαστεί να πάρω ποτέ δάνεια από τράπεζα, να μη χρειαστεί να χρωστάω σε κανέναν, και να σέβομαι τους πελάτες που έρχονταν στο μαγαζί».
-Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι δεν προλάβατε να μπείτε στο Χρηματιστήριο το 1999;
«Θα μπορούσα να πετύχω ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη, ωστόσο πιστεύω ότι η πορεία θα ήταν τελικά η ίδια. Για παράδειγμα ο Στρούτσης άντλησε 30 εκατ. από τη χρηματιστήριο, ωστόσο κατέληξε όπως είδατε. Επομένως η πορεία μιας επιχείρησης δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός εάν τα κεφάλαια θα ήταν ίδια ή ξένα. Είχε να κάνει ξεκάθαρα με το λειτουργικό αποτέλεσμα . Όταν δηλαδή στα αποτελέσματα προ φόρων και αποσβέσεων είχαμε αρνητικό αποτέλεσμα, παρά την όποια αναδόμηση ή downsize γινόταν, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Δεν έφτανε ο τζίρος και το μεικτό κέρδος για να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα.
Φτάσαμε να δουλεύουμε με 14% μεικτό κέρδος και λειτουργικό κόστος 16% όσο και αν μαζεύαμε τα έξοδά μας με περικοπές σε διάφορα επίπεδα. Ο τζίρος μειωνόταν διαρκώς. Σημάδι ότι ερχόταν κάποιος άλλος και έπαιρνε το μερίδιο στην αγορά. Μετά ήρθε η κρίση, η οποία συρρίκνωσε τον κλάδο από τα 3 δισ. τζίρο στο 50%. Ωστόσο είχα πάρει τις αποφάσεις μου πριν ακόμα η Ελλάδα αντιμετωπίσει προβλήματα χρέους και δανεισμού με αποτέλεσμα όλες αυτές τις περικοπές που ακολούθησαν στα εισοδήματα».
«Όταν μιλάμε για business το συναίσθημα δεν έχει χώρο»
Γνωρίζοντας την αγορά ποιο πιστεύετε ότι ήταν το μεγάλο λάθος του Γιάννη Στρούτση;
«Ότι έμεινε για πολύ καιρό στην αγορά, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει όλα του τα κεφάλαια. Όπωσδήποτε όταν μιλάμε για business, το συναίσθημα δεν έχει χώρο. Οι επιχειρήσεις δεν είναι τα παιδιά μας. Το ίδιο ισχύει για τα κτίρια και τα αντικείμενα. Γι’ αυτό και οφείλουμε να είμαστε ψυχροί».
-Επομένως υπήρξατε ψυχρός στην απόφασή σας;
«Ήταν μία μεγάλη απόφαση. Πολλοί βλέπουν ότι μπορεί να πνιγούν, αλλά πάντοτε ελπίζουν ότι θα σωθούν. Εγώ ακολούθησα αντίστροφη πορεία. Λίγοι εγκατέλειψαν όταν έπρεπε. Όλοι πίστευαν ότι θα ερχόταν ο Άγιος Νικόλας να τους σώσει από την τρικυμία».
-Εάν συγκρίναμε την αγορά λιανικής των super market, όπου και εκεί εμφανίζεται σταδιακά μία συγκέντρωση τα τελευταία χρόνια ιδίως μετά την εξαγορά του Βερόπουλου από τα My Market και του Μαρινόπουλου από το Σκλαβενίτη, ποιοι πιστεύετε ότι τελικά μπορεί να επιβιώσουν στο συγκεκριμένο κλάδο;
«Έχω εικόνα και άποψη. Πιστεύω πως όσο μεγάλο τζίρο και αν έκανε η Carrefour, είχε ήδη χάσει τα μερίδιά της από τα καταστήματα, τα οποία είχαν πάει αλλού. Από τη στιγμή που ο τζίρος πήγε σε άλλα χέρια με την κατάρρευση του Μαρινόπουλου, δεν θα επιστρέψει. Τα σημεία πώλησης έχουν «καεί». Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να επιστρέψει ο τζίρος στα συγκεκριμένα σημεία πώλησης. Οι πελάτες δεν θα επιστρέψουν στα καταστήματα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η κίνηση Σκλαβενίτη να αποκτήσει τα ίδια σημεία πώλησης ήταν ένα μεγάλο λάθος. Εκτιμώ ότι ο Σκλαβενίτης θα υποστεί κλυδωνισμούς εάν δεν προβεί σε downsizing και εάν δεν ελαττώσει τα έξοδά του .
Θεωρώ ωστόσο ότι η ΑΒ θα επιβιώσει με δεδομένη την πορεία του ομίλου και την ισχύ που αντλεί από τη μητρική εταιρεία στο εξωτερικό. Το ίδιο και η Lidl, η οποία ωστόσο ανταποκρίνεται σε ένα διαφορετικό target group.
Αυτό που έλεγε ο πατέρας μου είναι πως όταν κάποιος πουλιέται, έχει χάσει την αξία του. Επομένως είναι συμφερότερο για κάποιον να ξεκινήσει ένα κατάστημα από την αρχή, από το να αποκτήσει κάτι ήδη έτοιμο, το οποίο κουβαλάει μία φθορά. Το ίδιο λάθος κάναμε και εμείς όταν εξαγοράσαμε τα καταστήματα Ζαφειρίδης ή τα Εικόνα Ήχος.
Κανένας, ούτε ο Σκλαβενίτης, ούτε ο Παντελιάδης των My Market - που εξαγόρασε το Βερόπουλο - δεν απέκτησαν δύο υγιείς εταιρείες, με το ανάλογο awareness».
-Το σήμερα τι καταγράφει για εσάς επιχειρηματικά;
«Όλο το κεφάλαιό μου είναι ο γιος μου, ο οποίος είναι 24 ετών. Βρισκόμαστε σε σκέψεις για ανάπτυξη στο χώρο των ξενοδοχείων και του τουρισμού κάτι που διερευνούμε αυτή την περίοδο. Πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα έχουμε το καλύτερο καλοκαίρι στον κόσμο, σε συνδυασμό με το καλύτερο δυνατό κλίμα, και σταδιακά το τουριστικό ρεύμα θα αυξηθεί».
Η κατάκτηση της κορυφής του Έβερεστ
-Φτάνοντας στο δεύτερο μεγάλο κομμάτι της ζωής σας, την ορειβασία, και δεδομένου ότι εγώ δεν είμαι ορειβάτης και αγνοώ την ορειβατική ορολογία θα ήθελα να μου εξηγήσετε τη λέξη «σχοινοσύντροφοι». Φαντάζομαι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για έναν ορειβάτη ή κάνω λάθος;
«Είναι το σχοινί που διασφαλίζει την ασφάλεια των ορειβατών όταν εκείνοι κινούνται σε ένα παγωμένο ή βραχώδες πεδίο, κι έτσι εάν ο ένας γλιστρήσει, τον προστατεύει ο άλλος».
-Επομένως με τον συνορειβάτη σας, Μάικ Ευμορφίδη, είστε σχοινοσύντροφοι…
«Έτσι ακριβώς. Το σχοινί είναι αυτό που μας δένει με την ίδια τη ζωή. Όταν εμπιστεύεσαι τη ζωή σου στον σχοινοσύντροφό σου σημαίνει τα πάντα. Ο κίνδυνος σε μία ορειβατική διαδρομή ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή».
-Έχετε χάσει κατά το παρελθόν συνορειβάτες σας, έτσι δεν είναι;
«Ναι. Έχω χάσει το 1998 το Νίκο Παπανδρέου στο όρος Νταουλαγκίρι. Ήμουν τότε αρχηγός της ορειβατικής ομάδας των 8 ατόμων.
Αυτό που ένιωσα τις πρώτες ημέρες μετά το συμβάν ήταν ότι ήθελα να τα παρατήσω όλα. Κατεβαίνοντας από το βουνό είχα αποφασίσει ότι θα πουλήσω τον εξοπλισμό και θα σταματήσω την ορειβασία. Παρόλ’ αυτά δεν υλοποίησα τη συγκεκριμένη απόφαση. Συνέχισα με την ίδια θέρμη και πίστη. Συνειδητοποίησα ότι και ο θάνατος είναι μέρος του παιχνιδιού. Το λέω αυτό καθώς με βάση τα στατιστικά, ανά εφτά άτομα κινδυνεύει να πεθάνει το ένα, ανεβαίνοντας στο Νταουλαγκίρι.
Στη δική μας περίπτωση τα στατιστικά επαληθεύτηκαν. Λίγο αργότερα μάλιστα πέθανε ένα ακόμα μέλος της ομάδας. Ο Μπάμπης Τσουπράς ξαναπροσπάθησε να ανέβει, καθότι μετά το θάνατο του Νίκου διακόπηκε η αποστολή. Έχασε κι εκείνος τη ζωή του έξι μήνες μετά, στη διάρκεια της προσπάθειάς του στην περιοχή. Τα ίχνη του δεν εντοπίστηκαν ποτέ, ακόμα και σήμερα αγνοείται».
-Γιατί αποφασίσατε τώρα να ανεβείτε στην κορυφή του Έβερεστ και όχι νωρίτερα;
«Έχω διαγράψει μία πορεία 28 ετών ως ορειβάτης με ανελλιπή και καταγεγραμμένη δράση σε εσωτερικό και εξωτερικό, με μεγάλες επιτυχίες για την ελληνική ορειβασία είτε ως αρχηγός, είτε ως μέλος κάποιας αποστολής. Ο λόγος που δεν αποπειραθήκαμε νωρίτερα είναι ότι δεν υπήρχε η κατάλληλη ομάδα είτε λόγω έλλειψης χρόνου, είτε λόγω φόβου για τους κινδύνους της συγκεκριμένης αποστολής. Συν τοις άλλοις οι λόγοι ήταν και οικονομικής φύσεως, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Επρόκειτο να είμαι μέλος στην πρώτη επιτυχημένη αποστολή το 2004, ωστόσο για λόγους που σχετίζονται με αντιπαλότητες και συντροφικά μαχαιρώματα στο εσωτερικό της ελληνικής ορειβατικής κοινότητας, δεν ταξίδεψα με τους υπόλοιπους ορειβάτες, αν και θα έπρεπε με βάση την εμπειρία που διέθετα έως και εκείνη τη στιγμή».
-Είναι το υπέρτατο σημείο καταξίωσης για έναν ορειβάτη, η κατάκτηση της κορυφής του Έβερεστ;
«Οπωσδήποτε. Η κατάκτηση της κορυφής του Έβερεστ αποτελεί ορόσημο για την πορεία ενός ορειβάτη παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τεχνικά δυσκολότερες κορυφές».
-Μπορούμε να πούμε ότι η ανάβαση στο Έβερεστ είναι μία από τις πιο επικίνδυνες αποστολές;
«Αν αναλογιστείτε ότι οι καταγεγραμμένοι νεκροί έως και αυτή τη στιγμή ανέρχονται στους 292, είναι οπωσδήποτε μία από τις πιο επικίνδυνες κορυφές. Η κατάκτηση της συγκεκριμένης κορυφής αποτελεί την επιβράβευση όλων των προσπαθειών για κάθε ορειβάτη, δεδομένου ότι αποτελεί την ψηλότερη κορυφή του κόσμου».
-Πόσα άτομα ταξιδέψατε αυτή τη φορά για το Έβερεστ;
«Ξεκινήσαμε δύο άτομα, μέλη της ελληνικής ορειβατικής αποστολής, υπό την ομπρέλα μίας ευρύτερης αποστολής 25 ατόμων από κάθε μέρος του κόσμου. Ωστόσο ακολουθήσαμε τη δική μας πορεία από την αρχή έως και το τέλος.
Απλά δεχτήκαμε τη συνδρομή μίας εταιρείας παγκόσμιου βεληνεκούς σε επίπεδο εξοπλισμού, καθώς μας παρείχε σκηνές και άλλα είδη κατά τη διάρκεια της αποστολής μας εκεί».
Η ζώνη θανάτου και η μάχη με τις πιθανότητες
-Τι εννοούμε όταν μιλάμε για ζώνη θανάτου;
«Είναι το ύψος που ξεπερνάει τα 8.000 μέτρα. Εκεί οι ποσότητες οξυγόνου είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Αυτό σημαίνει ότι εάν αυτή τη στιγμή οι ποσότητες οξυγόνου στην ατμόσφαιρα ανέρχονται στο 100%, εκεί ανέρχονται σε μόλις 15%.
Η έλλειψη οξυγόνου μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει εγκεφαλικό οίδημα και το θάνατο ενός ορειβάτη».
-Οι περισσότεροι ορειβάτες πεθαίνουν από έλλειψη οξυγόνου;
«Είναι η βασικότερη αιτία θανάτου ενός ορειβάτη σε ποσοστό περίπου 40%, ενώ η αμέσως επόμενη είναι η έκθεση σε μεγάλο υψόμετρο και στο ψύχοςμ υπό θερμοκρασίες που φτάνουν τους -40, -50 ή και -60 βαθμούς Κελσίου.
Φανταστείτε ότι εμείς φτάσαμε στην κορυφή με ιδανική θερμοκρασία -28 βαθμών Κελσίου. Την αμέσως επόμενη ημέρα η θερμοκρασία έπεσε στους -60 βαθμούς. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί κάποιος να καταρρεύσει από την αδυναμία και τον κόπο που έχει καταβάλει. Η κατάρρευση μπορεί να έρθει εντελώς απρόσμενα, και όταν συμβεί ο ορειβάτης μένει εκεί που βρίσκεται χωρίς να μπορεί να τον σώσει κανείς».
-Πόσο συχνά νιώθατε ότι δεν μπορείτε να συνεχίσετε άλλο;
«Πολλές. Παρόλ’ αυτά στο μυαλό και στην ψυχή μας κυριαρχούσε η πολύ μεγάλη μας επιθυμία να υλοποιήσουμε το όνειρό μας. Μάλιστα το σλόγκαν της αποστολής ήταν «μην εγκαταλείπεις ποτέ τα όνειρά σου, κάποια στιγμή μπορεί να πραγματοποιηθούν». Η δική μας θέληση σε συνδυασμό με τις ευχές των δικών μας ανθρώπων και φίλων κυριάρχησαν. Μία φωτογραφία μας, τη στιγμή που βρισκόμαστε στην κορυφή του Έβερεστ, έχει ξεπεράσει τα 15.000 likes στο facebook».
-H γυναίκα σας δεν σας είπε ούτε στιγμή «Αντώνη θα προτιμούσα να μην πας γιατί ανησυχώ;»
«Όχι. Ούτε μία στιγμή. Ξέρει καλά ότι για να είμαι καλά μαζί της, πρέπει να μου επιτρέπει να κάνω αυτό που θέλω. Γι’ αυτό και έχουμε μία άριστη σχέση 30 ετών και δύο παιδιά 28 και 24 ετών».
-Ο Μάικ Ευμορφίδης δεν είχε καμία εμπειρία ορειβασίας. Ωστόσο ταξιδέψατε μαζί του και τα καταφέρατε.
«Ο Μάικ διέθετε πολύ μικρή εμπειρία. Ωστόσο τα Χριστούγεννα ταξίδεψε στο Κιλιμάντζαρο, ανέβηκε στην κορυφή, και επιστρέφοντας γύρισε γοητευμένος. Με πήρε τηλέφωνο, ζητώντας μου επίμονα να πάμε στο Έβερεστ.
Η αρχική μου απάντηση ήταν: “θα χρειαστείς τουλάχιστον δύο χρόνια προετοιμασία για να μπορέσεις να πεις ότι έχεις σοβαρές πιθανότητες να συμμετάσχεις σε μία τέτοια αποστολή”.
Tο ίδιο βράδυ μου έστειλε ένα μήνυμα, λέγοντάς μου: “πάμε τώρα!”. Ήταν 20 Ιανουαρίου του 2017 και η αποστολή θα ξεκινούσε τον Απρίλιο από το Νεπάλ.
Επέμεινε και μου έστειλε ξανά μήνυμα: "Σε παρακαλώ, θέλω να πάω. Nα βρεθούμε όλοι μαζί με τη γυναίκα μου για να το συζητήσουμε. Θέλω να πάμε τώρα!".
Θυμάμαι ότι είχαμε βρεθεί όλοι μαζί σε ένα καφέ στην Κηφισιά. Εξήγησα τότε στη γυναίκα του και στον ίδιο, ότι μπορεί και να πέθαινε για τους λόγους που σας προανέφερα. Εγώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να αναλάβω την ευθύνη για οτιδήποτε, καθότι το ρίσκο ήταν μεγάλο.
Ο Μάικ όμως δεν το άφησε να περάσει έτσι. Επέμεινε κι άλλο. Μάλιστα μου υποσχέθηκε ότι θα άφηνε όλες τις επιχειρηματικές του υποχρεώσεις για όσο χρειαζόταν προκειμένου να δοκιμαστεί εάν μπορεί να αντεπεξέλθει. Με τα πολλά πήγαμε τέσσερις-πέντε φορές σε βουνά της Αττικής. Και όλες τις φορές έβλεπα μία σπίθα στα μάτια του. Ο ίδιος ήταν μαραθωνοδρόμος και είχε αρκετά καλή φυσική κατάσταση. Η επιθυμία του ήταν τρομερή.
Τελικά κατάφερε και με έπεισε. Ετοίμασα ένα πρόγραμμα προετοιμασίας με 10-15 χιλιόμετρα τρέξιμο κάθε μέρα επί 7 ημέρες την εβδομάδα καθώς και ανάβαση στην Πάρνηθα, αναβάσεις σε άλλα δύο βουνά της χώρας μέσα στην εβδομάδα. Ποτέ δεν είπε όχι. Ούτε μία φορά δεν μου έστειλε ένα μήνυμα να μου πει ότι δεν θα έρθει.
«Η λογική υπαγορεύει να παλέψεις με την ανθρώπινη ύπαρξη»
Αυτό που έκανε είναι άθλος.
Σε μία ορειβατική αποστολή η λογική υπαγορεύει να παλέψεις με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λογική υπαγορεύει να γυρίσεις, και μία άλλη φωνή υπαγορεύει να υπομείνεις τις κακουχίες. Η δεύτερη φωνή επιβραβεύεται με την κατάκτηση της κορυφής.
Το όφελος από αυτή την περιπέτεια είναι η αέναη ευεξία που προσλαμβάνει κανείς μόλις κατακτήσει την κορυφή. Η ευεξία επανέρχεται κάθε στιγμή που σκέφτεται κανείς την κατάληξη του ταξιδιού. Αυτό που μετράει δεν είναι το ταξίδι, αλλά οι στιγμές που ακολουθούν την κατάκτηση του στόχου».
Εδώ μπορείτε να δείτε την επίσημη σελίδα της ελληνικής αποστολής στο όρος Έβερεστ
(Οι φωτογραφίες από το Έβερεστ είναι ευγενική παραχώρηση του Άντώνη Συκάρη για τις ανάγκες της συνέντευξης)