Από μικρό συνοικιακό κατάστημα στα προσφυγικά της Θεσσαλονίκης, η ΜΕΒΓΑΛ έγινε μία από τις τρεις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες γάλακτος
Γάλα, η πιο θρεπτική ίσως ουσία, καθώς είναι το πρώτο που γευόμαστε ερχόμενοι στον κόσμο και το καταναλώνουμε σε όλη μας τη ζωή, είτε ως πρωτογενές υλικό, είτε ως πρώτη ύλη σε άλλα προϊόντα. Η σπουδαιότητα του γάλακτος στην διατροφή μας έγινε αντιληπτή από πολύ νωρίς, καθώς σύμφωνα με ερευνητές, ο άνθρωπος έβαλε το γάλα στην καθημερινή του διατροφή πριν από 9.000 χρόνια.
Η σπουδαία διατροφική του αξία, αλλά και η μεγάλη ζήτηση στα μεγάλα αστικά κέντρα που αναπτύσσονταν ραγδαία από τις αρχές του 20ου αιώνα, οδήγησαν στην βιομηχανοποίηση του προϊόντος, με μικρές αρχικά εταιρείες σε όλο τον κόσμο να μετατρέπονται σιγά-σιγά σε κολοσσούς χάρη στις αυξημένες πωλήσεις γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα η κάλυψη των αναγκών γινόταν από τοπικά γαλακτοκομεία και πλανόδιους πωλητές. Κάπως έτσι ξεκίνησε και ο πρόσφυγας από το Σχολάρι της Ανατολικής Θράκης Κωνσταντίνος Χατζάκος, ο οποίος βρήκε στέγη το 1923 στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Εκεί, στην περιοχή όπου μέχρι και σήμερα παράγεται περίπου το 67% της εγχώριας παραγωγής αγελαδινού γάλακτος, ξεκινά να ασχολείται με αυτό που ήξερε να κάνει καλά στα πατρογονικά εδάφη, με γάλατα και γιαούρτια, ξεκινώντας -χωρίς καν να το υποψιάζεται τότε- την ιστορία της ΜΕΒΓΑΛ.
Τα πρώτα βήματα της ΜΕΒΓΑΛ
Σύντομα, τα προϊόντα του αποκτούν φήμη στην περιοχή και έτσι μερικά χρόνια αργότερα η κόρη του αποφασίζει να ανοίξει ένα γαλακτοπωλείο, που θα τα πουλά συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Μέσα στα επόμενα χρόνια όλο και περισσότεροι πελάτες εισρέουν στο γαλακτοπωλείο της οικογένειας Χατζάκου για να αγοράσουν γάλα και γιαούρτι. Στο μεταξύ, ο Κωνσταντίνος Χατζάκος ο νεότερος και ο ξάδελφός του Χρήστος Χατζηθεοδώρου, στα χέρια των οποίων έχει περάσει το κατάστημα, βλέποντας τη μεγάλη ζήτηση που είχαν τα προϊόντα τους, αποφάσισαν να ιδρύσουν από κοινού το 1950 την εταιρεία ΜΕΒΓΑΛ (Μακεδονική Εταιρεία Γάλακτος).
Το 1952 η παραγωγική μονάδα της εταιρείας εγκαθίσταται στα Κουφάλια, στο κέντρο της κτηνοτροφικής ζώνης της Μακεδονίας, ξεκινώντας εκτός από την επεξεργασία γάλακτος και την παραγωγή γιαουρτιού, την παραγωγή φέτας και κίτρινων τυριών. Η παραγωγή χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, καθώς όλες οι φάρμες βρίσκονται πολύ κοντά στις εγκαταστάσεις με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται η ταχύτερη μεταφορά φρέσκου γάλακτος στο εργοστάσιο και να επιταχύνεται η διαδικασία επεξεργασίας. Το 1967 η ΜΕΒΓΑΛ μεταφέρεται σε ένα νέο εργοστάσιο υψηλών προδιαγραφών, εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα ευρωπαϊκά μηχανήματα και ξεκινάει η παραγωγή σε βιομηχανικό επίπεδο, αλλά με παραδοσιακές πάντα συνταγές.
Από την παράδοση στον εκσυγχρονισμό
Η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ συμπαρασύρει σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς και την ΜΕΒΓΑΛ, η οποία το 1978 ξεκινά την παραγωγή ευρωπαϊκού τύπου γιαουρτιού σε ασηπτική συσκευασία. Το 1984 κυκλοφορεί στην αγορά το φρέσκο παστεριωμένο γάλα στη νέα συσκευασία Tetrapak και ένα χρόνο αργότερα, το 1985, ξεκινά τις εξαγωγές. Το 1989 γίνεται η πρώτη εταιρεία που παράγει συσκευασμένη φέτα στην αγορά, ένα προϊόν που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Άλλη μια πρωτιά της εταιρείας καταγράφεται το 1992, παράγοντας γιαούρτι με περιέκτη, με δημητριακά ή μέλι-καρύδι και fitline φρυγανίτσες μελιού, ενώ το 1998 λανσάρει επίσης πρώτη προϊόντα χωρίς χοληστερίνη από φρέσκο άπαχο αγελαδινό γάλα, τη σειρά Vita.
Το 2002 η εταιρεία λανσάρει τη σειρά γιαουρτιών Dolce με κομμάτια σοκολάτας και το 2003 συνεργάζεται με τη Μακεδονική Φάρμα για τη διανομή φρέσκου γάλακτος και γιαουρτιού «Αγρόκτημα Βραχιάς». Το 2004 εξαγοράζει και λειτουργεί την τυροκομική μονάδα Εβρογάλ, ενώ το 2006 πιστοποιείται με το πρότυπο συμμόρφωσης για Μη Γενετικά Τροποποιημένα. Το 2010 κατασκευάζει γραμμή παραγωγής και συσκευασίας γάλακτος υψηλής παστερίωσης, προκειμένου να λανσάρει στην αγορά νέα, καινοτόμα προϊόντα και το 2012 κυκλοφορεί γαλακτοκομικά προϊόντα με τη γλυκαντική ουσία στέβια, ενώ το 2015 αρχίζει την παραγωγή των υπερτροφών Harmony.
Η αποχώρηση του Κ. Χατζάκου και τα πρώτα «σύννεφα»
Την ανοδική πορεία της ΜΕΒΓΑΛ, σημαδεύει η αποχώρηση το 1998 του Κωνσταντίνου Χατζάκου από το «τιμόνι» της εταιρείας, την οποία είχε καταστήσει μια από τις τρεις μεγαλύτερες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας, φέρνοντας στην επιφάνεια συγκρουόμενα συμφέροντα και διαμάχες ανάμεσα στις συγγενικές οικογένειες των μετόχων. Οι διαμάχες αυτές προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον της Vivartia για την απόκτηση της εταιρείας, με τους μετόχους να φθάνουν μετά από διαπραγματεύσεις σε συμφωνία, ωστόσο η πώληση μπλόκαρε στα δικαστήρια για λόγους παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού.
Με την πάροδο των ετών οι μέτοχοι ξαναβρίσκουν τα κοινά τους σημεία και η εταιρία συνεχίζει την πορεία της μέχρι που η Vivartia, αποφασίζει αιφνιδιαστικά να ρίξει τις τιμές του γάλακτος προκαλώντας τριγμούς στην αγορά. Παράλληλα, η ΜΕΒΓΑΛ είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του υπερβολικού της δανεισμού, το οποίο επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση φθάνοντας τα 53 εκατομμύρια ευρώ. Τη λύση κλήθηκε να δώσει η κόρη του ιδρυτή της εταιρείας, Μαίρη Χατζάκου, προχωρώντας το 2016 σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 10 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 7 εκατομμύρια ευρώ έβαλε η ίδια.
Τον Απρίλιο του 2017 δε, προχώρησε σε δεσμευτική συμφωνία με τις τράπεζες για την αναδιάρθρωση των δανείων της εταιρείας με επιτόκια από 2,5% έως 4,5%. Οι εξελίξεις αυτές, συν το γεγονός ότι σε περιόδους κρίσης οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων δίνουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης, έφεραν τον «γάμο» της ΜΕΒΓΑΛ με μια άλλη μεγάλη γαλακτοβιομηχανία της χώρας, την ΔΕΛΤΑ, μια συνένωση που ενέκρινε η Επιτροπή Ανταγωνισμού τον Οκτώβριο του 2017.
Η ΜΕΒΓΑΛ σήμερα
Η ΜΕΒΓΑΛ έχει αυτή τη στιγμή μερίδιο αγοράς 11% στο σύνολο των γαλακτοκομικών προϊόντων στη χώρα μας, ενώ στο στραγγιστό γιαούρτι έχει 3% και στόχος είναι -σύμφωνα με την κ. Χατζάκου- να τετραπλασιάσει αυτό το μερίδιο την προσεχή τριετία. Για το σκοπό αυτό μάλιστα η εταιρεία ολοκλήρωσε πρόσφατα επένδυση ύψους 5,3 εκατομμυρίων ευρώ στο τμήμα παραγωγής γιαουρτιού στις εγκαταστάσεις της στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με την κ. Χατζάκου, οι πωλήσεις στο α΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν κατά 11,3%, σε μια αγορά που ήταν καθοδική συνολικά στα γαλακτοκομικά.
Η εταιρεία συνεργάζεται με 700 φάρμες στην Ελλάδα, ενώ απασχολεί 650 εργαζόμενους, αριθμός σαφώς μειωμένος από τους 1.100 που απασχολούσε πριν από 10 χρόνια. Οι άμεσοι συνεργάτες της σε όλη την «αλυσίδα» παραγωγής και διανομής ανέρχονται σε 3.000, αριθμός επίσης μειωμένος σε σχέση με τους 4.000 που ήταν πριν από 10 χρόνια. Τέλος, εξάγει τα προϊόντα της σε 37 χώρες στον κόσμο, κατέχοντας μερίδιο αγοράς 18,7% στις εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ το 34% του τζίρου της προέρχεται από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που τυποποιεί για συνεργάτες της.