Η αποτυχημένη επένδυση των 10 δισεκατομμυρίων που τον «έδιωξε» από την ελληνική αγορά
Το να είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας αυτοδημιούργητος, ασφαλώς και του προσδίδει αίγλη. Όμως από την άλλη, δεν είναι και μικρό πράγμα να είσαι γόνος μίας μεγάλης επιχειρηματικής οικογένειας και να καταφέρνεις όχι απλά να συνεχίσεις την οικογενειακή παράδοση, αλλά να χτίσεις πάνω σε αυτήν και να δημιουργήσεις κάτι ακόμα μεγαλύτερο.
Γράφει ο Σπύρος Πιστικός
Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του Γιώργου Κουμάνταρου. Αν και στους επιχειρηματικούς κύκλους ήταν πολύ γνωστός και το όνομά του προκαλούσε δέος, ο Γιώργος Κουμάνταρος δεν ήταν το ίδιο γνωστός στο ευρύτερο κοινό. Ας τον γνωρίσουμε λοιπόν έστω και εκ των υστέρων.
Μία θρυλική οικογένεια
Η ιστορία της οικογένειας Κουμάνταρου ξεκινά ήδη από τον 19ο αιώνα, στη Λακωνία, με τον γενάρχη Θεόδωρο Κουμάνταρο που έθεσε τις βάσεις για τη βιομηχανία που στις αρχές του 20ού αιώνα θα εξελισσόταν σε μία από τις μεγαλύτερες αλευροβιομηχανίες της χώρας. Παράλληλα, ο γιος του Θεόδωρου Κουμάνταρου, Σταύρος, αρχίζει να ασχολείται και με τα καράβια, ξεκινώντας την εφοπλιστική παράδοση της οικογένειας. Την παράδοση αυτή θα συνεχίσουν οι γιοι του Θεόδωρος, Νικόλαος και Ιωάννης Κουμάνταρος, χάρη στους οποίους η οικογένεια την περίοδο του Μεσοπολέμου υπήρξε μία από τις πιο εύπορες της χώρας. Την περίοδο αυτή της ευμάρειας γεννιέται το 1922 και ο Γιώργος Κουμάνταρος, γιος του Ιωάννη.
Ο πόλεμος και ο νέος προορισμός
Ο Γιώργος Κουμάνταρος γεννήθηκε στο Λονδίνο και έλαβε τη μόρφωσή του στην Αθήνα, από την οποία όμως έφυγε το 1941, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με προορισμό την Αργεντινή, μέσω Νότιας Αφρικής. Το 1946 έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και πέντε χρόνια αργότερα απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα.
Στο μεταξύ είχε προλάβει να ιδρύσει, σε ηλικία 27 ετών, τη ναυτιλιακή εταιρεία Southern Star Shipping, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση και ξεκινώντας τη διεθνή του επιχειρηματική δραστηριότητα που έμελλε να διαρκέσει πάνω από έξι δεκαετίες.
Το μεγάλο βήμα του Γιώργου Κουμάνταρου ήρθε το 1960, όταν συμφώνησε με την κυβέρνηση της Νιγηρίας για την ίδρυση της αλευροβιομηχανίας Flour Mills of Nigeria. Χάρη στους ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους που φέρεται να εξασφάλισε από την κυβέρνηση της χώρας, ο Γιώργος Κουμάνταρος κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν πραγματικό κολοσσό στην παγκόσμια αγορά, που σήμερα παράγει ζυμαρικά, μαγειρικά έλαια, κατεργασμένη ζάχαρη και ζωοτροφές. Παράλληλα, διανέμει και πωλεί λιπάσματα και κατασκευάζει σακιά πολυπροπυλενίου και ευλύγιστα υλικά συσκευασίας.
Σήμερα, πρόεδρος της εταιρείας είναι ο γιος του, Γιάννης Κουμάνταρος.
Η ελληνική αποτυχία
Όμως δεν ήταν όλα τα εγχειρήματα του Γιώργου Κουμάνταρου επιτυχημένα. Στη δεκαετία του 1980 αποφάσισε να κάνει μία μεγάλη επένδυση στην Ελλάδα, ύψους άνω των 10 δισεκατομμυρίων δραχμών τότε, δημιουργώντας δύο εργοστάσια στην Πάτρα για την παραγωγή της γερμανικής μπίρας Lowenbrau. Οι συνθήκες στην ελληνική αγορά την εποχή εκείνη αποδείχθηκαν δυσμενέστερες απ’ όσο περίμενε, κι έτσι στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 πούλησε τα εργοστάσια και δεν ασχολήθηκε ξανά με την ελληνική αγορά.
Τα ακριβά χόμπι
Τα ενδιαφέροντα του Γιώργου Κουμάνταρου δεν περιορίζονταν στη διαχείριση των επιχειρήσεών του. Υπήρξε γνωστός λάτρης των αγωνιστικών γιοτ, με τα οποία συμμετείχε τακτικά στους αγώνες ταχύτητας Bermuda Races, ενώ κέρδισε τρεις φορές το παγκόσμιο πρωτάθλημα Maxi Championship.
Ήταν επίσης συλλέκτης έργων τέχνης, με τα οποία είχε γεμίσει την πολυτελή κατοικία του στην ακριβοθώρητη Fifth Avenue του Μανχάταν, ενώ ιδιαίτερα πολυσυζητημένο ήταν το υπερπολυτελές γιοτ του Allouette ΙΙ, το οποίο έμοιαζε με πλωτό βασίλειο.
Τα τελευταία χρόνια
Σε αυτό το πλωτό βασίλειο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γιώργος Κουμάνταρος, που ήθελε το τέλος του να τον βρει στην αγαπημένη του πατρίδα. Με τη συνεχή παρουσία γιατρών και νοσοκόμων που τον φρόντιζαν επί 24ώρου βάσεως, καθώς ήταν άρρωστος και σε προχωρημένη ηλικία, και με τη σύζυγό του και μητέρα των τεσσάρων παιδιών του, Σόφη, πάντα στο πλευρό του.
Τον Οκτώβριο του 2016 ο Γιώργος Κουμάνταρος απεβίωσε σε ηλικία 94 ετών. Στην κηδεία του, που τελέστηκε στο Κολωνάκι, έστειλαν στεφάνι όλες οι εφοπλιστικές οικογένειες της χώρας, τιμώντας τη μνήμη ενός ανθρώπου που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του και αποτελεί ακόμα και σήμερα παράδειγμα προς μίμηση για τους νεώτερους επιχειρηματίες.