Η οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε πριν από τουλάχιστον 125 χρόνια ο Γιώργος Τσάνταλης και άλλαξε τα δεδομένα
Σαν νερό κυλούν οι δεκαετίες, οι αιώνες... και σαν παραμύθι μοιάζουν οι κάθε ιστορίες. Να, όπως αυτή που ξεκινά-από κάπου πρέπει να αρχινήσει το παραμύθι- από τον Γιώργο Τσάνταλη, έναν ψημένο από τη γη αμπελουργό που ασχολούνταν με την παραγωγή των χυμών από τα σταφύλια από τα 1890. Τα χρόνια περνούσα και η φαμίλια του κυρ Γιώργη μεγαλώνει και το 1913 γεννιέται ο διάδοχος, ο Ευάγγελος, ο άνθρωπος που έμελλε να συνδυάσει το όνομά του με την απόσταξη και την οινική παράδοση του τόπου.
Ο αραμπάς, το βόδι και τα αμπέλια
«Η μοναδική δουλειά που γνώρισα από παιδί ήταν το κρασί, το τσίπουρο και το ούζο. Και όταν αγαπάς πολύ μια δουλειά καταλήγεις να γίνεις σκλάβος της. Ας είναι όμως, αν ο Θεός μου χάριζε κι άλλα χρόνια, πάλι αμπέλια θα φύτευα», θα έλεγε ο ίδιος δεκαετίες μετά, στην τελευταία του συνέντευξη στο περιοδικό Γεύση το 1996. Ο Ευάγγελος Τσάνταλης, γιος του Γιώργου, περπάτησε στη γενέθλια γη του Σιδηροχωρίου (ή Σαμμακόβι όπως το έλεγα οι ντόπιοι) ένα πλούσιο κεφαλοχώρι της ανατολικής Θράκης που τους προηγούμενους αιώνες ήταν διάσημο για τα μεταλλεία σιδήρου, και τον τράβηξε-σχεδόν τον υπνώτισε- η μυρωδιά του μούστου. Ο σκοπός του ήταν να συνεχίσει τη μακρά αμπελουργική παράδοση της οικογένειας, στην παραγωγή και εμπορία κρασιού και τσίπουρου. Οι βαλκανικοί πόλεμοι ωστόσο, ανάγκασαν την οικογένεια Τσάνταλη όπως και πολλούς συντοπίτες τους να εγκαταλείψουν τη πάτρια γη και με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1922, το Σαμμακόβι παραδόθηκε σε έποικους από την Ανατολία.
«Όταν μάθαμε πως έρχονται, είπαμε με τον μεγαλύτερο αδελφό μου τον Θεόδωρο να δηλητηριάσουν το κρασί που ωρίμαζε στο υπόγειο του σπιτιού. Σαν το μαθε όμως η μάνα μου, αντέδρασε. Δεν ήθελε να πάρουμε τέτοιο κρίμα στο λαιμό μας! Το μόνο που κάναμε λοιπόν, ήταν να ανοίξουμε τα βαρέλια των 30.000 οκάδων για να τρέξουν τα κρασιά στο δρόμο και να μη τα βρουν οι Τούρκοι. Εν τέλει, πλημμύρισε όλη η πλατεία», θα έλεγε δεκαετίες μετά.
Πρόσφυγες πια, ο ίδιος μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του και τους γονείς τους, μετακινήθηκαν αρχικά στην Καβάλα και αργότερα στις Σέρρες. Μια εικόνα σαν σκηνή ασπρόμαυρης ταινίας: Μαζί με τα υπάρχοντά τους που φόρτωσαν σε έναν ξύλινο αραμπά, είχαν και ένα βόδι.
«Κρασί και ούζο ξέραμε να κάνουμε...»
Παθιασμένος με την απόσταξη και τα μυστικά της, ο Ευάγγελος Τσάνταλης μαζί με τον αδελφό του δημιούργησαν το 1938 στις Σέρρες, μια μονάδα παρασκευής ούζου και κόκκινου κρασιού. «Κρασί και ούζο ξέραμε να κάνουμε.. κρασί και ούζο ξεκινήσαμε να κάνουμε στις Σέρρες. Ήταν βέβαια δύσκολες εποχές αλλά μας έτρεφε η ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα φτιάχναμε ένα μεγάλο οινοποιείο σαν αυτό που είχαμε πίσω στην πατρίδα, το μεγαλύτερο της περιοχής».
Ο ίδιος αν και ουσιαστικά ήταν η δεύτερη γενιά της οικογένειας που ασχολήθηκε με την οικογενειακή επιχείρηση, ήταν αυτός που ουσιαστικά έβαλε τα θεμέλια, ενέπνευσε το όραμα και τη φιλοσοφία της μπράντας «Τσάνταλης». Η διορατικότητα και το ένστικτό του οδήγησε στο στήσιμο από την αρχή όλων των υποδομών με έναν εξωστρεφή προσανατολισμό, μια κίνηση πρωτοφανής για την εποχή (δεκαετία του 40). Το Α και το Ω για τον Ευάγγελο Τσάνταλη ήταν η ποιότητα του αμπελώνα: με αυτό ως γνώμονα, προχώρησε σε τεράστιες επενδύσεις για την αναβίωση αμπελώνων, στήριζε τους αμπελουργούς και τους παρότρυνε στην καλλιέργεια γηγενών ποικιλιών.
Ως μια από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες της ελληνικής οινοποιίας και αποσταγματοποιίας, ο Ευάγγελος Τσάνταλης ήταν από τους πρωτεργάτες που έβαλαν το εμφιαλωμένο κρασί στο ελληνικό τραπέζι και συνέβαλλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ελληνικής οινοποιίας εντός και εκτός συνόρων.
Οι αμπελώνες και η συνεχιστές της κληρονομιάς
«Δεν ρωτάω πόσο θα κοστίσει η αναβίωση του αμπελώνα.
Ρωτάω αν αυτός ο αμπελώνας μπορεί να δώσει εξαιρετικά σταφύλια ή όχι«.
Ευάγγελος Τσάνταλης (1913-1996)
Η αναβίωση μερικών από τους πιο ξεχωριστούς αμπελώνες της Βόρειας Ελλάδας -όπως το Άγιο Όρος, η Χαλκιδική, η Ραψάνη και η Μαρώνεια στη Θράκη- αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του οράματος της οικογένειας Τσάνταλη. Χάρη στο πάθος και τη συστηματική επένδυση εκ μέρους της οικογένειας, σήμερα μοναδικές αμπελοοινικές παραδόσεις του τόπου μας συνεχίζουν, η βιοποικιλότητα και γηγενείς ποικιλίες διαφυλάσσονται και νέοι άνθρωποι ασχολούνται με το αμπέλι.
Σήμερα η 3η και η 4η γενιά της οικογένειας Τσάνταλη συνεχίζει αυτή τη μακρά ιστορία και την πολύτιμη κληρονομιά. Η αφήγηση των ανεπανάληπτων αμπελοοινικών ιστοριών της Ελλάδας και η προώθηση οίνων και αποσταγμάτων υψηλής ποιότητας σε όλο τον κόσμο, παραμένει η πυξίδα κάθε προσπάθειας.
Από το 2012, η Οινοποιία TSANTALI αποτελεί τον αποκλειστικό διανομέα των οίνων της SANTO WINES συμβάλλοντας στη δημιουργία και καθιέρωση του νέου brand «SANTORINI».
Η ταυτότητα της Οινοποιίας Τσάνταλη
Αμπελώνες σε πέντε ζώνες της Βόρειας Ελλάδας:
Χαλκιδική: 145 στρέμματα, Άγιο Όρος: 700 στρέμματα, Ραψάνη: περίπου 800 στρέμματα, Μαρώνεια: 580 στρέμματα, Νάουσα: 200 στρέμματα.
Μέση ετήσια παραγωγή: 8.964.000 λίτρα κρασί και 1.863.000 λίτρα αποστάγματος (ούζο και τσίπουρο).
Αριθμός εργαζομένων: 250
Εξαγωγές: το 55% της παραγωγής/σε 55 χώρες