Η απαγωγή, η μεγάλη χρηματική επένδυση και η γενναία απόφαση να υποβιβάσει τον εαυτό του προς όφελος της εταιρείας του
Η επαγγελματική επιτυχία είναι κάτι που επιδιώκουν σχεδόν όλοι, ωστόσο λίγοι καταφέρνουν να φθάσουν πολύ ψηλά και ακόμη λιγότεροι, έως ελάχιστοι, πετυχαίνουν το όνομά τους να γίνει… συνώνυμο του επαγγέλματός τους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Πειραιώτης Χαράλαμπος Βενέτης, ο οποίος ανέλαβε τον φούρνο του πατέρα του στην Νέα Ερυθραία και σήμερα διαθέτει μία ολοκληρωμένη επιχείρηση αρτοποιίας με δεκάδες υποκαταστήματα και χιλιάδες πελάτες που πάνε «στου Βενέτη».
Στην περίπτωσή του φαίνεται ότι «μίλησε» το DNA του Ηπειρώτη - οι Ηπειρώτες φημίζονται ως αρτοποιοί-, καθώς το 1939 ο νεαρός τότε Γιώργος Βενέτης ήρθε από τα Γιάννενα στην Αθήνα, προκειμένου να βρει μια καλύτερη τύχη. Καθώς το ψωμί ήταν η τέχνη του, άνοιξε ένα μικρό φούρνο στη Δραπετσώνα και το 1948, χρονιά που γεννήθηκε ο γιος του, Χαράλαμπος, τον μετέφερε στη Νέα Ερυθραία, η οποία τότε ήταν πραγματικά χωριό. Ωστόσο, ο τεχνίτης πατέρας του Χαράλαμπου Βενέτη χάρη στην εξαιρετική ποιότητα ψωμιού σε συνδυασμό με την ποικιλία γλυκών και αρτοποιημάτων κατάφερε με το πέρασμα του χρόνου να κάνει τον φούρνο του γνωστό στην ευκατάστατη αθηναϊκή κοινωνία, που παραθέριζε τότε στην γειτονική… Κηφισιά.
Ορόσημο όμως για τους σημερινούς «Φούρνους Βενέτη» ήταν το 1972, όταν ανέλαβε τον οικογενειακό φούρνο, σε ηλικία 24 ετών, ο Χαράλαμπος Βενέτης. Ήταν, μάλιστα, ο μόνος από την οικογένεια, που συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του, γνωρίζοντας βεβαίως όπως είπε αργότερα ο ίδιος σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες του επαγγέλματος εκείνα τα χρόνια που ξεκίνησε. Το 1975 μετέφερε τον φούρνο στην οδό Τατοΐου της Νέας Ερυθραίας, εκεί όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα και κατάφερε ο «φούρνος του Βενέτη» όπως τον αποκαλούσαν τότε οι πελάτες του, να γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 σημείο αναφοράς και όχι μόνο στην περιοχή των βορείων προαστίων της Αθήνας.
Από το «χωριάτικο», στο πολύσπορο και τη μπαγκέτα
Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο «φούρνος του Βενέτη» αποτελούσε επιχειρηματική επιτυχία. Μέχρι εκείνη την εποχή, τότε η νομοθεσία για το ψωμί ήταν αρκετά περιοριστική, κυρίως για τις ποικιλίες του. Η απελευθέρωση της νομοθεσίας περί τα μέσα της δεκαετίας σηματοδότησε και την εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιοτεχνικής αρτοποιίας. Ο ίδιος, όντας ανήσυχο πνεύμα, ταξίδεψε το 1987 και το 1988 στη Γερμανία και τη Γαλλία, για να γνωρίσει και να δοκιμάσει τις τοπικές ποικιλίες.
Αρχικά έμαθε τις γερμανικές ποικιλίες ψωμιού, έστειλε υπαλλήλους του να δουλέψουν εκεί, για να μάθουν τα μυστικά της παραγωγής τους και έφερε στην Ελλάδα Γερμανούς ειδικούς για να εκπαιδεύσουν το προσωπικό. Αντίστοιχα κινήθηκε στη Γαλλία, όπου έμαθε τα μυστικά της περίφημης γαλλικής μπαγκέτας. Αμέσως μετά, το 1989, προχώρησε σε μια σημαντική επένδυση μηχανολογικού εξοπλισμού, που τότε κόστισε περίπου 700 εκατομμύρια δραχμές και είχε τη δυνατότητα πλέον να παράγει 60 έως 70 διαφορετικές ποικιλίες ψωμιού.
Έως τότε διέθετε εκτός του φούρνου στην οδό Τατοΐου (φωτογραφία κάτω) στη Νέα Ερυθραία και 4-5 πρατήρια στην Αθήνα, που τα προμήθευε ψωμί. Αμέσως μετά η εταιρεία άρχισε να αναπτύσσει ένα ευρύ δίκτυο σημείων πώλησης και το πρώτο κατάστημα με τη μέθοδο του franchise άρχισε να λειτουργεί το 1994. Τον επόμενο χρόνο, το 1995, δημιούργησε τη νέα αρτοποιητική μονάδα στην περιοχή της Λυκόβρυσης, με χώρους παραγωγής 14.000 τ.μ.
Η απαγωγή του από άγνωστους δράστες
Την εποχή εκείνη «άνθισαν» οι απαγωγές επιχειρηματιών, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Χαράλαμπος Βενέτης, με αίσιο ευτυχώς τέλος για τον ίδιο, αφού η αρπαγή του διήρκεσε μόλις λίγες ώρες. Είχε προηγηθεί η απαγωγή του γνωστού βιομήχανου στην Θεσσαλονίκη Αλέκου Χαΐτογλου, τον Δεκέμβριο του 1995, της κόρης του εμπόρου αυτοκινήτων Παναγιώτη Κουκέα τον Ιανουάριο του 1996 και του γιού του ιδιοκτήτη των ξενοδοχείων «Maris» στην Κρήτη, Νίκου Μεταξά, τον Φεβρουάριο του 1996.
Στις 10 Ιουλίου 1996 δύο άγνωστα μέχρι και σήμερα άτομα επιτέθηκαν στις 06:00 το πρωί στον Χαράλαμπο Βενέτη. Οι δράστες που φορούσαν κουκούλες και κρατούσαν όπλο, μπήκαν στο γκαράζ του σπιτιού του κ. Βένετη ο οποίος ετοιμαζόταν να φύγει για την εργασία του και τον χτύπησαν στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Στη συνέχεια του φόρεσαν χειροπέδες και τον έβαλαν στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.
Οι δράστες κατόπιν μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν και το άφησαν κοντά στο στρατόπεδο Διονύσου. Ο επιχειρηματίας έμεινε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μέχρι τις 11:15 το πρωί, όταν εντοπίστηκε τυχαία από δασοφύλακες, οι οποίοι ειδοποίησαν την Πυροσβεστική και τον απεγκλώβισε. Ο Χαράλαμπος Βενέτης μεταφέρθηκε με μώλωπες από τα χτυπήματα που δέχθηκε από τους απαγωγείς στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», απ’ όπου, μετά από μικρής διάρκειας νοσηλεία, εξήλθε. Οι δράστες πάντως δεν προσπάθησαν να πάρουν χρήματα ή κάποια αντικείμενα από το θύμα.
Η κρίση και η μεταβίβαση του management
Αφού πέρασε αυτήν την κρίση, ο Χαράλαμπος Βενέτης επανήλθε με όρεξη και ιδέες για την επιχείρηση αρτοποιίας, μόνο που τα τραπεζικά ανοίγματα, η είσοδος της εταιρείας στο Χρηματιστήριο και η συγκυρία με τις μετοχές-«φούσκες» που προκάλεσαν την πτώση του Χρηματιστηρίου, συμπαρέσυρε σε μία οικονομική δίνη την επιχείρηση. Ακολούθησαν απολύσεις και κλείσιμο καταστημάτων, μέχρι ο Χαράλαμπος Βενέτης να πάρει το 2002 μια «γενναία» απόφαση, προκειμένου να σωθεί η επιχείρηση, παραχωρώντας το 52% των μετοχών της στον Παναγιώτη Μονεμβασιώτη, ο οποίος ανέλαβε ως διευθύνων σύμβουλος, με τον κ. Βενέτη να περιορίζεται πλέον στη θέση του προέδρου, χωρίς φυσικά να εγκαταλείψει τον φούρνο της οδού Τατοΐου.
Η νέα διοίκηση της εταιρείας επεξεργάστηκε και έθεσε σε εφαρμογή ένα νέο σύγχρονο αναπτυξιακό πρόγραμμα ποιοτικής αναβάθμισης σε όλους τους τομείς, με ταυτόχρονη αναδιοργάνωση όλων των υπηρεσιών της με τα γνωστά αποτελέσματα. Σήμερα η αλυσίδα Βενέτης αριθμεί 85 σημεία, από τα οποία τα 35 είναι εταιρικά και τα 50 franchise. Από αυτά, τα πέντε λειτουργούν υπό το σήμα «Βενέτη 1948», ανάμεσά τους και το πρώτο κατάστημα της επιχείρησης στην οδό Τατοΐου, 46 υπό το σήμα «Βενέτη Food Hall» και τα υπόλοιπα είναι τα κλασικά καταστήματα Βενέτη.