Το πιο «δυνατό» σημείο της αγοραστικής εμπειρίας είναι το προσωπικό των καταστημάτων, σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ
Ιδιαίτερα θετικά αξιολογεί την αγοραστική εμπειρία του στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ο Έλληνας καταναλωτής, ο οποίος παρατηρεί σαφή βελτίωση την τελευταία τριετία. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από πανελλαδική έρευνα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), σε δείγμα 2.000 ατόμων.
Μία από τις βασικές τάσεις που παρατηρούνται στην έρευνα είναι η πολύπλοκη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στην ποιότητα και στην τιμή, λόγω της οικονομική κρίσης. Οι καταναλωτές τα τελευταία χρόνια αξιολογούν όλο και πιο θετικά την παρεχόμενη αξία σε σχέση με την τιμή που λαμβάνουν στις αγορές τους από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η παρεχόμενη αξία (Value for Money) εμφανίζεται κυρίως με την αγοραστική εμπειρία και τα επώνυμα και ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα, αλλά και τη γενικότερη συμβολή του κλάδου στη ζωή του καταναλωτή (π.χ. εταιρική κοινωνική ευθύνη, δημιουργία θέσεων εργασίας, υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας κλπ).
Παράλληλα, τα σούπερ μάρκετ αξιολογούνται ιδιαίτερα θετικά σε όλα τα κύρια κριτήρια της βασικής λειτουργίας τους.
Όπως σημειώνεται, το πιο «δυνατό» σημείο της αγοραστικής εμπειρίας είναι το προσωπικό των καταστημάτων. Οι καταναλωτές έχουν θετική γνώμη για την εξυπηρέτηση και βοήθεια που λαμβάνουν από το προσωπικό σε ποσοστό 84%. Η εξυπηρέτηση από το προσωπικό αξιολογείται στα σχεδόν απόλυτα θετικά ποσοστά του 86%.
Σε σχέση με καθ' εαυτή τη διαδικασία αγοράς, οι θετικές απαντήσεις φτάνουν στο 86%, με σημαντική βελτίωση έναντι του 79% του 2016, με τους καταναλωτές να θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν τις αγορές τους πιο γρήγορα και άνετα σε σχέση με άλλα καταστήματα.
Ιδιαίτερα θετική είναι και η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών των διαθέσιμων προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Οι θετικές γνώμες για την ασφάλεια και υγιεινή των προϊόντων φτάνουν το 84% με σημαντική βελτίωση έναντι του 78% του 2016, ενώ οι θετικές γνώμες για την ποικιλία των προϊόντων φτάνει το 86% των καταναλωτών.
Επίσης, και σε σχέση με τις κατηγορίες προϊόντων όπου τα σούπερ μάρκετ ως κλάδος καταγράφουν ελάσσων ποσοστό πωλήσεων, με τα μικρά σημεία πώλησης να έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς, η αξιολόγηση είναι θετική με αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα το 40% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι παρέχονται φρέσκα προϊόντα (κρέας, ψάρι, οπωροκηπευτικά) υψηλής ποιότητας, έναντι 70% το 2016.
Συνολικά, το 80% των καταναλωτών δηλώνει ότι έχει θετική αίσθηση μετά την έξοδό του από το κατάστημα που είναι ιδιαίτερα υψηλό για την περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και σημαντικά βελτιωμένο έναντι του 70% που καταγραφόταν τη προηγούμενη διετία.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του ΙΕΛΚΑ δείχνουν ότι παρά την οικονομική ύφεση, η πλειοψηφία των καταναλωτών εξακολουθεί να αγοράζει τρόφιμα με βάση την ποιότητα και την αξία που του δίνουν τα προϊόντα και να επιλέγει προϊόντα και σημείο πώλησης με αυστηρά κριτήρια, κάτι που βρίσκει ανταπόκριση από τον κλάδο των σούπερ μάρκετ.
Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχουν προσαρμοστεί στην κρίση και σε αυτή την τάση, προσπαθώντας να παρέχουν πρώτον υψηλή ποιότητα με λιγότερα χρήματα για τον καταναλωτή μέσω της αύξησης των προσφορών και προωθητικών ενεργειών, και δεύτερον εναλλακτικές προϊοντικές επιλογές στον καταναλωτή, μέσω αύξησης της ποικιλίας των γνωστών επωνύμων προϊόντων, αλλά και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Το πλεονέκτημά τους συγκριτικά με άλλα κανάλια πώλησης, έγκειται στο να προσφέρει στον καταναλωτή αυτό που ζητάει. Κάτι που φαίνεται από το ότι το 80% των καταναλωτών θεωρούν ότι στα σουπερμάρκετ βρίσκουν περισσότερες προσφορές και εκπτώσεις σε σχέση με άλλα καταστήματα. Η τάση είναι αυξητική.
Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι ο Έλληνας καταναλωτής θεωρεί το σούπερ μάρκετ το καλύτερο σημείο πώλησης τροφίμων, βάσει όλων των κριτηρίων, με τις τιμές και την παροχή ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών (value for money) που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τους.