Τονίζει ότι πρέπει να διασφαλιστεί η άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής μετά το πρόγραμμα
Κοινωνική ομαλότητα και κοινωνική συναίνεση προκειμένου να επιτευχθεί η επάνοδος της χώρας στην ομαλότητα, ζήτησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας παρουσιάζοντας την Ετήσια Έκθεση.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε, ότι η χώρα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος είναι αναγκαίο να πείσει τις παραγωγικές δυνάμεις και τις διεθνείς αγορές, ότι έχει «απομακρυνθεί οριστικά από πρακτικές του παρελθόντος και βρίσκεται και πάλι σε τροχιά σύγκλισης με την Ευρώπη». Ο κ. Στουρνάρας συνέστησε προσοχή για τις επόμενες εξόδους της χώρας στις διεθνείς αγορές και τάχθηκε υπέρ της προληπτικής πιστωτικής γραμμής. Όπως υποστήριξε «η ομαλή έξοδος της Ελλάδος από το πρόγραμμα και η επιτυχής πορεία της στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα, συνεπάγονται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής μετά το πρόγραμμα και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι την ολοκλήρωσή τους».
Χαρακτήρισε επιτυχή την πρόσφατη έκδοση του 7ετούς ομολόγου εν μέσω αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπστωτικές αγορές, ωστόσο συνέστησε προσοχή, αναφέροντας ότι οι αναταραχές όπως οι πρόσφατες, φαίνεται ότι επηρεάζουν περισσότερο τις χώρες με αδύναμη πιστοληπτική διαβάθμιση και λιγότερο ισχυρή οικονομία. Συμπληρωματικά είπε, ότι η διεθνής εμπειρία έχει δείξει, ότι η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές για τη δημιουργία ενός ασφαλούς αποθέματος ρευστότητας, πριν από τη λήξη του προγράμματος, δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και προετοιμάζει το έδαφος για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα. Ωστόσο, επανέλαβε τον ισχυρισμό του, ότι «συμπληρωματικά θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης», καθώς όπως είπε, μεταξύ άλλων «παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση» μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
«Η προληπτική πιστοληπτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) θα καθιστούσε αυτούς τους πόρους διαθέσιμους, χωρίς να είναι απαραίτητη εκ προοιμίου η άντλησή τους», συμπλήρωσε. «Αντίθετα» είπε «η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, σημείωσε. Επιπλέον, αυτό το πλαίσιο προληπτικής στήριξης εξασφαλίζει τη διατήρηση της "παρέκκλισης" (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα ασφαλείας για τις συστημικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα είναι διαθέσιμο και πέραν του Αυγούστου του 2018».
Αναφερόμενος στο πιστωτικό σύστημα, ο διοικητής της ΤτΕ χαρακτήρισε φιλόδοξους τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων που έχουν θέσει οι τράπεζες για την επόμενη διετία. Υπενθυμίζεται, ότι οι τράπεζες ακολουθούν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τον προοδευτικό περιορισμό του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με στόχο τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μεταξύ Ιουνίου 2017 και Δεκεμβρίου 2019 περίπου κατά 37%. Ο ίδιος ζήτησε απο τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων να εντείνουν τις προσπάθειες για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων στο μέτωπο αυτό, καθώς όπως είπε «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, διότι το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές».
Τέλος ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι παρά τη θετική πρόοδο, η οποία καταγράφεται στα σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι οι οποίοι ενδέχεται να απειλήσουν, παραμένουν. Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε, ότι είναι αναγκαίο να αναπροσαρμοστεί το μίγμα πολιτικής, μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, το δημοσιονομικό υπερπλεόνασμα που επετεύχθη το 2017, προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εσόδων παρελθόντων οικονομικών ετών (κατασχέσεις, πρόσθετοι φόροι από οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων, ρυθμίσεις οφειλών), που συνδέεται πρωτίστως με συγκυριακούς λόγους, αλλά και από τη μείωση των δημόσιων δαπανών. Αντιθέτως, η αύξηση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους είναι οριακή, γεγονός που καταδεικύνει τη φορολογική κόπωση.