Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΟΤΟΕ η εργασία στις τράπεζες απειλείται από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ίδιες
Οι νέες τεχνολογίες στις τράπεζες και οι επιπτώσεις στην απασχόληση είναι το αντικείμενο της μελέτης που παρουσίασε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΟΤΟΕ (ΙΝΕ/ΟΤΟΕ), σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Γκαίτε.
Με αυτή την πρωτοβουλία η ΟΤΟΕ έχει στόχο να παρέμβει έγκαιρα στο θέμα της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στις τράπεζες, φιλοδοξώντας να ανοίξει ένας ευρύτερος διάλογος που θα οδηγήσει σε συμπεράσματα και πράξεις. Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ η πρόεδρος του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ, Βάσω Βογιατζοπούλου, το θέμα της μελέτης «αφορά ένα μεγάλο ζήτημα, θα είναι το ζήτημα των επόμενων χρόνων, και πρέπει η Ομοσπονδία να προετοιμάζεται και μέσα από τη μελέτη θα έχει τις κατάλληλες στρατηγικές να παλεύει τέτοια πολύ σημαντικά προβλήματα για τις εξελίξεις που έρχονται».
Όσον αφορά την εικόνα που έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, η κ. Βογιατζοπούλου τόνισε, ότι «ανάλογα με τον ανταγωνισμό που θα προκληθεί από την είσοδο άλλων τραπεζών, είναι βέβαιο ότι οι συστημικές τράπεζες ήδη επεξεργάζονται σχέδια τα οποία είναι σε εξέλιξη. Είναι σε ένα βαθμό και μεγάλα μπάτζετ που ξοδεύουν για αυτή τη νέα φάση των τεχνολογιών άρα σημαίνει ότι θα πληγούν και συγκεκριμένες θέσεις εργασίας για τις πιο τυποποιημένες εργασίες που γίνονται στις τράπεζες σήμερα, άρα σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξουν προτάσεις για να μη βρεθεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ανθρώπων που θα έχει επαπειλούμενες θέσεις εργασίας».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ «η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών δεν απειλεί άμεσα να εκτοπίσει το μεγαλύτερο μέρος ή έστω μεγάλες ομάδες εργαζομένων στις τράπεζες. Θα αλλάξει παράλληλα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, συγκεκριμένα καθήκοντα των θέσεων εργασίας. Στο πλαίσιο της προσωποποιημένης εξυπηρέτησης, αλλά και της δημιουργίας συγκριτικών πλεονεκτημάτων έναντι του ανταγωνισμού, οι θέσεις αυτές θα χρειαστεί τελικά να ενσωματώσουν άλλα, νέα και πιο απαιτητικά εργασιακά καθήκοντα».
Σημειώνεται, ότι ειδικότερα στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη εικόνα του τραπεζικού συστήματος, εκτιμάται ότι σήμερα η απασχόληση στις ελληνικές τράπεζες κινδυνεύει πρώτιστα από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ίδιες οι τράπεζες. Αναφέρεται επίσης, ότι μεσοπρόθεσμα οι παράγοντες που μπορεί να απειλήσουν τους εργαζόμενους στις τράπεζες είναι κυρίως αυτοί που θα απειλούν και τις ίδιες τις τράπεζες.
«Στο πεδίο της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, η διαρκής, κατάλληλα προετοιμασμένη και στοχευμένη επανεκπαίδευση των εργαζομένων, αποτελεί βασική συνθήκη επιτυχίας της ψηφιακής μετεξέλιξης των τραπεζών», τονίζεται. Όπως επίσης τονίζεται στη μελέτη, παρότι επηρεάζονται συγκεκριμένα καθήκοντα θέσεων εργασίας ή και ολόκληρες θέσεις εργασίας στην ψηφιακή εποχή των τραπεζών, εν τούτοις το ανθρώπινο δυναμικό παραμένει η κυρίαρχη παραγωγική τους δύναμη και με βάση αυτή την παραδοχή κατατίθενται οι εξής προτάσεις:
α. Οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν έγκαιρα και συστηματικά το κενό μεταξύ των υφιστάμενων και των μελλοντικών απαιτήσεων σε δεξιότητες του υφιστάμενου ανθρώπινου δυναμικού, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
β. Οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν από κοινού με τους φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων στην περιγραφή των εργασιακών καθηκόντων και στη σύνδεσή τους με τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα.
γ. Ο θεσμικός ρόλος του φορέα εκπροσώπησης των εργαζομένων (συνδικαλιστικό κίνημα), θα πρέπει να συμπεριλάβει ολοκληρωμένες δράσεις ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού για τους εργαζόμενους στις τράπεζες (ανάλυση αναγκών, προγράμματα απόκτησης νέων δεξιοτήτων κ.τ.λ.) εστιασμένα στη ψηφιακή μετάβαση, με προτεραιότητα στους εργαζόμενους μεσαίων και χαμηλών προσόντων και να κινηθεί διεκδικητικά στην κατεύθυνση αυτή.
δ. Οι τράπεζες πρέπει να αναλάβουν δεσμεύσεις μέριμνας και δημιουργίας δομών στήριξης των εργαζομένων έγκαιρα στις περιπτώσεις επαπειλούμενων θέσεων εργασίας, με συμφωνημένες διαδικασίες (συλλογικές συμφωνίες) που θα παρέχουν δυνατότητες αντιμετώπισης προβλημάτων.
ε. Διασφάλιση καθολικής πρόσβασης των εργαζομένων με οποιαδήποτε μορφή σύμβασης στη δια βίου μάθηση, παράλληλα με τη διασφάλιση των κοινωνικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.
Όπως τόνισε στην ομιλία του ο πρόεδρος της ΟΤΟΕ, Σταύρος Κούκος, η διασφάλιση της εργασίας, μέσα από μια ομαλή και κοινωνικά υπεύθυνη μετάβαση στη νέα εποχή παραμένουν πρώτιστο μέλημα της ΟΤΟΕ. «Πιστεύουμε ότι και στις νέες συνθήκες το έμπειρο και κατάλληλα καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό θα συνεχίσει να αποτελεί κρίσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα για τις τράπεζες» είπε.
Επίσης, ο κ. Κούκος υπογράμμισε, ότι ανάλογα θέματα η ΟΤΟΕ συζητάει εδώ και καιρό με συνδικαλιστικές οργανώσεις του κλάδου σε διεθνείς συναντήσεις «όπου ανταλλάσσουμε πληροφόρηση και εντοπίζουμε τόσο τις εθνικές μας ιδιαιτερότητες όσο και αντικειμενικούς περιορισμούς στην εφαρμογή των ψηφιακών τεχνολογιών στον κλάδο, που διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα». Τέλος, τόνισε την αναγκαιότητα να αρχίσει ένας απαραίτητος διάλογος «που έχει ήδη καθυστερήσει» για την αντιμετώπιση των εξελίξεων θετικά, εποικοδομητικά και συγκροτημένα και όχι βεβιασμένα και φοβικά.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία τόνισε τη σημασία της μελέτης από μια συνδικαλιστική οργάνωση για ένα τόσο σημαντικό θέμα που είναι η απασχόληση και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Η κ. Γεννηματά σημείωσε, ότι ο Δεύτερος Ψηφιακός Μετασχηματισμός θέτει για όλους νέα ζητήματα και νέες προκλήσεις και απαιτεί νέες απαντήσεις.
«Το ερώτημα είναι τις έχουμε όλες αυτές τις απαντήσεις σήμερα; Είναι βέβαιο πως όχι» είπε. Υπογράμμισε ωστόσο, ότι «το χρέος μας ως πολιτική δύναμη είναι να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα θα ανταποκριθεί στα νέα παγκόσμια δεδομένα». Αυτό θα γίνει όπως ανέφερε μέσα από κανόνες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών. Η κ. Γεννηματά έκανε λόγο για ένα Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής Εποχής για την πρόσβαση όλων στη γνώση και σε νέα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων χωρίς αυτό να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση των ανισοτήτων.
Η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής επισήμανε την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης δύο προγραμμάτων στη χώρα, το ένα για κίνητρα στο πιο εξειδικευμένο και καταρτισμένο προσωπικό να επιστρέψουν στην Ελλάδα και ένα δεύτερο άμεσης κατάρτισης του ανειδίκευτου προσωπικού «που κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί» και ανέφερε ότι χρειάζονται επενδύσεις σε νέες επιχειρήσεις στη μεταποίηση και στις νέες τεχνολογίες. «Η επιτυχής ενσωμάτωση των νέων τεχνολογικών εξελίξεων προϋποθέτει και αλλαγές στο σύστημα εργασίας». Επισήμανε επίσης την ανάγκη αλλαγής στην προσέγγιση των νέων εξελίξεων και από τα ίδια τα συνδικάτα. Τέλος, η κ. Γεννηματά τόνισε ότι «σήμερα περισσότερο από ποτέ θα έπρεπε να κατακτούμε τη συνεννόηση, τη συναίνεση να υπάρχει ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης στις πολιτικές δυνάμεις αυτού του τόπου και δυστυχώς αντί γι' αυτό ζούμε μια φορά την πόλωση, το διχασμό τη σκανδαλολογία».
Στην παρουσίαση της μελέτης παραβρέθηκε και ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος συνεχάρη το Ινστιτούτο για την πρωτοβουλία του για ένα τόσο επίκαιρο θέμα όπως σημείωσε και μιλώντας για το τραπεζικό σύστημα ανέφερε ότι έχει πληγεί βαρύτατα από την οικονομική κρίση και από τους χειρισμούς της κυβέρνησης από το 2015 και μετά. «Ταυτόχρονα το τραπεζικό σύστημα κινείται σε ένα οικονομικό πλαίσιο στο οποίο δεν έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη», ανέφερε.
Ο κ. Χατζηδάκης «αναρωτήθηκε» γιατί δεν έχει γίνει άρση των capital controls αν έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Επίσης,ο αντιπρόεδρος της ΝΔ αναφέρθηκε και στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων τονίζοντας ότι «είμαστε πρωταθλητές στην Ευρώπη» χωρίς το ζήτημα να αντιμετωπίζεται -αντιθέτως οξύνεται με ευθύνη όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και της τρόικας». Ο κ. Χατζηδάκης για το θέμα της μελέτης ανέφερε ότι νέες τεχνολογίες με τις διάφορες μορφές επιταχύνουν τις εξελίξεις και επηρεάζουν βαθύτατα τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων επισημαίνοντας ότι «πρέπει να προσαρμοστούμε» στις νέες τεχνολογίες. Σημείωσε ότι είναι τεράστιας σημασίας το θέμα της επανεκπαίδευσης και της επανακατάρτισης με ορθό τρόπο και ανέφερε ότι πρέπει να γίνει από όλους μαζί ένα ποιοτικό άλμα και να «αποφασίσουμε ότι αυτό που πέτυχε στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία και στην Κύπρο μπορεί να πετύχει και στην Ελλάδα».
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, ενώ μετά τις ομιλίες ακολούθησε συζήτηση πάνω στα ευρήματα της μελέτης -και όχι μόνο- μεταξύ του καθηγητή Εργατικού Δικαίου, Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου, της δρ Οικονομικών με ειδίκευση στην Οικονομία της Εργασίας, Βασιλικής Γεωργακοπούλου, του συμβούλου Ανθρώπινου Δυναμικού, Δημήτρη Στεφανίδη και του καθηγητή Δημοσίου Δικαίου, Ξενοφώντα Κοντιάδη ο οποίος ανέφερε ότι θέσεις εργασίας «ενδεχομένως να χαθούν» ωστόσο, όπως τόνισε, ακόμα δεν είναι σαφές ποιες θέσεις θα πρέπει να καταργηθούν και ποιες πρέπει να δημιουργηθούν.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, προκειμένου να διαμορφωθούν εξειδικευμένες και ολοκληρωμένες προτάσεις μέτρων και για το σχεδιασμό της κατάλληλης πολιτικής για μία ομαλή μετάβαση στην νέα εποχή, απαιτείται μια ευρεία συζήτηση που να προετοιμάσει την κατάλληλη ανταπόκριση της πολιτικής, του νομικού και του κανονιστικού πλαισίου, στις απαιτήσεις της νέας εποχής.