Οι επεμβάσεις στην αγορά ομολόγων είχαν άμεσο αντίκτυπο στα επιτόκια αλλά όχι στους πραγματικούς κινδύνους του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με έκθεση του Peterson Institute
Την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να σώσει την Ελλάδα από τη χρεοκοπία και τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε κρίση, με την παρέμβαση στις αγορές ομολόγων, εξετάζει η έκθεση του Peterson Institute, βάζοντας στο επίκεντρο της μελέτης την περίπτωση των ελληνικών ομολόγων.
Σύμφωνα με το συμπέρασμα της έκθεσης, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων, με μαζικές αγορές τίτλων (από τα μέσα του 2010 και μετά – το πρόγραμμα SMP), είχε άμεσο και ορατό αντίκτυπο στις αποδόσεις των ομολόγων μικρής και μέσης διάρκειας αλλά δεν επηρέασε τα ομόλογα με μεγαλύτερη διάρκεια ωρίμανσης (στα ομόλογα των 7 ετών και άνω).
Οι μελετητές επισημαίνουν ότι το πρόγραμμα ουσιαστικά επηρέασε τις συνθήκες υπό τους όρους της προσφοράς και της ζήτησης, δηλαδή με άμεσα πριν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, αλλά όχι στα δομικά προβλήματα του ελληνικού χρέους, δηλαδή δεν μείωσαν το ρίσκο της χρεοκοπίας, ούτε – το κυριότερο- αύξησαν τη ρευστότητα.
Η έκθεση που έχει τίτλο «ECB Interventions in Distressed Sovereign Debt Markets: The Case of Greek Bonds», εξηγεί ότι ο λόγος που οι αγορές της ΕΚΤ επηρέασαν τις αποδόσεις των ομολόγων δεν οφείλεται στό ότι μείωσαν το ρίσκο χρεοκοπίας ή γιατί αύξησαν τη ρευστότητα. Η θετική επίδραση της αγοράς ομολόγων, δηλαδή, περιορίζεται στα ομόλογα που αγοράστηκαν και όχι στο σύνολο του χρέους.
Οι μελετητές εντοπίζουν περιορισμένες επιπτώσεις σε δευτερογενές επίπεδο (spillover effects), αφού τα κρατικά ομόλογα που δεν συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα αγορών, δεν έδειξαν σημαντική μεταβολή. Μικρός ήταν και ο αντίκτυπος στα ελληνικά εταιρικά ομόλογα αλλά και στα ασφάλιστρα κινδύνου του ελληνικού χρέους, τα CDS.
«Η ισχύς της επέμβασης της κεντρικής τράπεζας, σε περιπτώσεις κρίσης… δεν επεκτείνεται πέραν των τίτλων που αγοράζονται» καταλήγει η έκθεση.
Τα θετικά αποτελέσματα στα ελληνικά ομόλογα κράτησαν ως και έξι μήνες μετά το τέλος της κύριας περιόδου παρέμβασης, σημειώνει η έκθεση. Ενώ τονίζεται πως η επέμβαση δεν ήταν ισάξια των επεμβάσεων που απαιτούσε το μέγεθος της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
«Η ερμηνεία μας είναι πως η παρέμβαση στα ομόλογα επιτάχυνε και στήριξε την σταθεροποίηση των αγορών ομολόγων στη διάρκεια ενός παράθυρου ευκαιρίας στο οποίο το πρόγραμμα προσαρμογής είχε μια μικρή αλλά υπαρκτή πιθανότητα επιτυχίας. Αλλά οι επιπτώσεις αυτές αντισταθμίστηκαν τελικά από αμφιβολίες για την δυνατότητα της Ελλάδας να ανακτήσει την δημοσιονομική της βιωσιμότητα χωρίς μια αναδιάρθρωση χρέους» αναφέρεται στα πορίσματα της μελέτης.
«Εν κατακλείδι, τα ευρήματα μας επιβεβαιώνουν την ισχύ των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών σε περιόδους κρίσης. Την ίδια στιγμή, δείχνουν πως σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, η ισχύς αυτή μπορεί να μην επεκταθεί αναγκαστικά και πέρα από τους τίτλους που αγοράζονται. Και δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει την πορεία μιας χώρας με βαθιά δημοσιονομικά προβλήματα, αν τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπιστούν με επιτυχία μέσω άλλων εργαλείων» καταλήγει η έκθεση.