Το «μαξιλάρι» ρευστότητας των 10,2 δισ. ευρώ θα αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της Ελλάδας για λιγότερους από 10 μήνες, εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Χειρότερη θα είναι η πορεία του ελληνικού χρέους από αυτήν που αναμενόταν πριν από λίγους μήνες, σύμφωνα με ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους που κατάρτισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν το EuroWorking Group της Παρασκευής και την οποία έχει στη διάθεσή του το πρακτορείο Bloomberg.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Κομισιόν, ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας μας αναμένεται από το 181,1% το 2017 να υποχωρήσει στο 165% το 2020, στο 127,2% το 2030 και στο 96,4% το 2060, ποσοστά ελαφρώς μεγαλύτερα σε σχέση με τις προβλέψεις της Κομισιόν τον περασμένο Ιούνιο.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, αυτή η ελαφρά επιδείνωση υπογραμμίζει την πιθανότητα μία τελική ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους στο τέλος του ελληνικού προγράμματος να επιβεβαιώσει την ανάγκη για περαιτέρω reprofiling του ελληνικού χρέους, ειδικά αν η οικονομική ανάπτυξη είναι χαμηλότερη της προβλεπόμενης.
Επιπλέον, στην ανάλυσή της η Κομισιόν εγείρει ερωτήματα για το αν θα πρέπει να επανεξεταστεί το ύψος του «μαξιλαριού» ρευστότητας που πρέπει να διαθέτει η Ελλάδα, εκτιμώντας ότι το σχεδιαζόμενο «μαξιλάρι» των 10,2 δισ. ευρώ καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας για λιγότερους από δέκα μήνες μετά το τέλος του προγράμματος, αν και θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο με μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων και μεταρρυθμίσεις.
Ένα «μαξιλάρι» ύψους 17 δισ. ευρώ θα κάλυπτε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για ένα χρόνο μετά το τέλος του προγράμματος, ενώ ένα της τάξεως των 20,3 δισ. ευρώ θα επαρκούσε για να καλύψει πλήρως τις ανάγκες της χώρας έως το τέλος του 2019 και περίπου 30 ευρώ έως το τέλος του 2020, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν.
Η Κομισιόν αναφέρει ακόμα στην έκθεσή της ότι «Ένας κατάλληλος συνδυασμός μέτρων για τη διαχείριση του χρέους, παράτασης των ωριμάνσεων και των περιόδων χάρΙτος για κεφάλαιο και τόκους, με πρόσθετη χρήση των κερδών από τα προγράμματα SMP και ANFA, θα επιτρέψει την επαναφορά του ελληνικού χρέους σε βιώσιμη τροχιά», αν και επισημαίνει πως υφίσταται αβεβαιότητα όσον αφορά την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί πολλές δεκαετίες, ενώ διαπιστώνει σημαντικούς κινδύνους για την ανάπτυξη που σχετίζονται με τη γήρανση πληθυσμό και τις τάσεις της συνολικής παραγωγικότητας.