Επιβαρύνσεις χωρίς τέλος στις αποδοχές
Δεν έχουν τέλος οι επιβαρύνσεις για τους μισθωτούς και συνταξιούχους. Με το καλημέρα της νέας χρονιάς και συγκεκριμένα στο τέλος Ιανουαρίου θα διαπιστώσουν μια μείωση στις αποδοχές. Η μείωση αυτή θα προέλθει από την κατάργηση της έκπτωσης 1,5% στη μηνιαία παρακράτηση φόρου. Λίγους μήνες αργότερα, όταν θα υποβάλλουν τη φορολογική τους δήλωση θα διαπιστώσουν ότι είναι άχρηστες οι αποδείξεις που πήραν μέσα στο 2017 για ιατροφαρμακευτικά έξοδα και νοσήλια. Η έκπτωση φόρου 10% για τις δαπάνες αυτές καταργήθηκε και οι αποδείξεις μετράνε μόνο για το χτίσιμο του αφορολόγητου ορίου το οποίο οι περισσότεροι έχουν καλύψει με τα υπόλοιπα έξοδα (σούπερ μάρκετ, ΔΕΗ, σταθερή και κινητή τηλεφωνία, βενζίνες, ασφάλιστρα κλπ).
Από την κατάργηση της έκπτωσης των ιατρικών δαπανών ο κρατικός προϋπολογισμός θα εξοικονομήσει περίπου 121 εκατ. ευρώ και από την κατάργηση της έκπτωσης του 1,5% 68 εκατ. ευρώ. Σύνολο 189 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά ουσιαστικά αποτελούν πρόσθετη φορολογία για τους πολίτες καθώς θα φανούν στην εκκαθάριση της φορολογικής τους δήλωσης το 2018 και τα επόμενα χρόνια.
Στο τέλος του μήνα περισσότεροι από 1,5 εκατ. φορολογούμενοι με ετήσιες αποδοχές από μισθό ή σύνταξη άνω των 8.636 ευρώ τον χρόνο θα διαπιστώσουν μια μείωση στις μηνιαίες αποδοχές τους. Η μείωση θα προκύψει από την κατάργηση της έκπτωσης του 1,5% που γίνεται στην μηνιαία παρακράτηση φόρου.
Στα χαμηλά εισοδήματα, δηλαδή σε όσους βρίσκονται στο ύψος του αφορολογήτου ορίου (8.636 ευρώ για άγαμο χωρίς παιδιά, 8.863 για έγγαμους με 1 παιδί και στα 9.090 ευρώ για έγγαμους με 2 παιδιά), η επιβάρυνση θα είναι ελάχιστη καθώς δεν προκύπτει σημαντικός φόρος για να υπολογιστεί και έκπτωση 1,5%. Όσο ανεβαίνουν όμως τα εισοδήματα τότε οι επιβαρύνσεις γίνονται όλο και πιο αισθητές.
Για παράδειγμα, οι μισθωτοί με μηνιαίες αποδοχές 1.000 ευρώ θα έχουν μικρή επιβάρυνση καθώς σε αυτή την περίπτωση ο συνολικός πρόσθετος φόρος δεν ξεπερνά τα 18 ευρώ.
Όσο όμως ανεβαίνουν τα εισοδήματα και οι μισθοί προσεγγίζουν τα επίπεδα των 1.500 ευρώ, η ετήσια επιβάρυνση ανεβαίνει αγγίζοντας τα 50 ευρώ.
Για παράδειγμα, έστω ένας μισθωτός που έχει τον μήνα εισόδημα 1.643 ευρώ, δηλαδή σε ετήσια βάση το ποσό που λαμβάνει ανέρχεται σε 23.000 ευρώ. Ο συγκεκριμένος μισθωτός θα διαπιστώσει απώλειες της τάξης των 51 ευρώ το χρόνο. Αν ο ίδιος φορολογούμενος είχε μισθό της τάξεως των 2.000 ευρώ, τότε η ετήσια πρόσθετη επιβάρυνση θα ανέλθει στα 74 ευρώ. Αισθητές διαφορές και μεγαλύτερες επιβαρύνσεις προκύπτουν για μηνιαίους μισθούς άνω των 2.500-3.000 ευρώ λόγω του ότι σε αυτές τις περιπτώσεις αυξάνονται σημαντικά και οι φορολογικοί συντελεστές.