Απαιτείται επαναπροσδιορισμός και ενδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών, τονίζει ο Θεόδωρος Μητράκος
Στη σημερινή συγκυρία οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των περιορισμένων κοινωνικών δαπανών και στην προώθηση της κοινωνικής συνοχής μέσα από τον περιορισμό της ακραίας φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, επισήμανε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Μητράκος μιλώντας στο ευρωπαϊκό συνέδριο του ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς & του δικτύου transform!europe.
«Απαιτείται επαναπροσδιορισμός και ενδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία έτη φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικές στο να περιορίζουν την ένταση της φτώχειας των ηλικιωμένων, αλλά αποδεικνύονται μάλλον ανεπαρκείς για άλλες κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και κυρίως τους νέους και τους ανέργους. Ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής παραμένει ζητούμενο και αναδεικνύεται ως επιτακτικά αναγκαίος από στην τρέχουσα κρίση. Κοινωνικές πολιτικές με σκοπό να ενισχυθεί το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και να ελαφρυνθούν οικονομικά εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που βιώνουν την απώλεια απασχόλησης, τη συσσώρευση των χρεών, τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, τη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων κρίνονται αναγκαίες», ανέφερε ο κ. Μητράκος, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο υποδιοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι «ορισμένα μέτρα εισοδηματικής στήριξης στην περίοδο της κρίσης φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, μεταξύ αυτών είναι η χορήγηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων με εισοδηματικά κριτήρια, η χορήγηση βοηθήματος ανεργίας αυτοαπασχολουμένων, η διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιμότητας του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας, το πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, η χορήγηση του κοινωνικού μερίσματος καθώς και η καθολική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος».
«Τα "επιμέρους" κρίσιμα προβλήματα που αναδύονται, όπως είναι η καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας και η αποτελεσματική προστασία των ανέργων, πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα», ανέφερε ο κ. Μητράκος επισημαίνοντας ότι σχετικές προτάσεις έχουν διατυπωθεί και σε εκθέσεις της ΤτΕ, όπου π.χ. προτεινόταν ότι "οι περιορισμένες κοινωνικές δαπάνες πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικές, δίνοντας προτεραιότητα στην εξάλειψη ακραίων φαινομένων φτώχειας σε οικογένειες με παιδιά και χωρίς κανέναν εργαζόμενο, χωρίς επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση και συχνά χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση" και ότι "προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει η καθολική εφαρμογή του κοινωνικού εγγυημένου εισοδήματος", το οποίο από τις αρχές Φεβρουαρίου 2017 υλοποιείται σε εθνική κλίμακα μετονομασμένο σε κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης».
Ο κ. Μητράκος ανέφερε ότι συνολικά αναμένεται να ωφεληθούν 280.000 νοικοκυριά με 700.000 μέλη, ενώ ο προϋπολογισμός του προγράμματος για τους 11 μήνες εφαρμογής του 2017 ανέρχεται σε 760 εκατ. ευρώ (0,4% του ΑΕΠ). Τα νοικοκυριά εντάσσονται στο πρόγραμμα εφόσον πληρούν αθροιστικά συγκεκριμένα εισοδηματικά, περιουσιακά και κριτήρια διαμονής. Στην ίδια κατεύθυνση, πρόσθεσε, κινείται και η χορήγηση του «κοινωνικού μερίσματος» που ψηφίστηκε πρόσφατα από την ελληνική Βουλή των Ελλήνων με ανάλογα αλλά ελαφρά πιο διευρυμένα κριτήρια για τη χορήγησή του.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η ενίσχυση της απασχόλησης είναι ο καλύτερος τρόπος αποτροπής από καταστάσεις φτώχειας, ενώ πολιτικές βελτίωσης του εκπαιδευτικού επιπέδου των πιο φτωχών τμημάτων του πληθυσμού είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνουν τους κοινωνικούς δείκτες της ανισότητας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η σχετική υστέρηση δεν εξαντλείται στο εισόδημα και η αντιμετώπισή της απαιτεί τη συντονισμένη δράση κοινωνικών δαπανών και κοινωνικών επενδύσεων (παιδεία, υγεία, κ.λπ.).
Παραθέτοντας σειρά στοιχείων από μεγάλο αριθμό μελετών ο κ.Μητράκος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2016 (εισοδήματα 2015), η Ελλάδα βρίσκεται στην ομάδα των χωρών με το μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (35,6%) μαζί με τη Βουλγαρία (40,4%), τη Ρουμανία (38,8%) και τη Σερβία (38,7%). Στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών με τον μικρότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζονται κατά σειρά η Τσεχία (13,1%), η Φινλανδία (16,6%), η Δανία (16,7%) και η Ολλανδία (16,8%). Όσον αφορά δε τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην Ελλάδα, αυτός αυξήθηκε περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα της ΕΕ κατά την περίοδο 2010-16 (από 28,7% σε 37,5% ή κατά 8,8 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στην ΕΕ συνολικά ο κίνδυνος μειώθηκε από 27,5% σε 26,4% κατά την ίδια περίοδο.