Τα νοικοκυριά δαπανούν 1.000 ευρώ λιγότερα στο σούπερ μάρκετ αλλά δεν αδειάζει τόσο το… καλάθι
Σημαντική μείωση που φτάνει και το 20% καταγράφεται στο κονδύλι που δαπανούν οι Έλληνες σε είδη παντοπωλείου (δηλαδή τρόφιμα και άλλα είδη καθημερινής χρήσης που βρίσκουμε σε σούπερ μάρκετ και μικρότερα παντοπωλεία). Ο λόγος φυσικά ακούει στο όνομα «οικονομική κρίση». Όμως, το καρότσι του σούπερ μάρκετ με τα απαραίτητα δεν έχει αδειάσει τόσο όσο νομίζουμε: οι Έλληνες εκμεταλλεύονται πάρα πολύ τις προσφορές που βγάζουν τα σούπερ μάρκετ!
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας του Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), το διάστημα 2009 - 2016 καταγράφηκε μείωση της δαπάνης των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου. Συγκεκριμένα, την τελευταία επταετία η δαπάνη των νοικοκυριών σε ήδη παντοπωλείου έχει μειωθεί κατά 21,7% ενώ η δαπάνη μόνο σε τρόφιμα κατά 18,6%.
Το 2009 το μέσο νοικοκυριό δαπανούσε σε είδη παντοπωλείου 5.578 ευρώ ενώ το 2016 δαπανούσε 4.367 ευρώ, δηλαδή 1.211 ευρώ λιγότερα ανά έτος.
Όμως, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΙΕΛΚΑ, η μείωση στη δαπάνη που καταγράφεται στα είδη παντοπωλείου οφείλεται -πέρα από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος του καταναλωτικού κοινού-, στις αλλαγές στις αγοραστικές συνήθειες.
Μάλιστα, ένα μεγάλο ποσοστό της μείωσης της δαπάνης που παρατηρείται αντιστοιχεί στην αξιοποίηση από τον καταναλωτή προσφορών και εκπτώσεων. Οι εννέα στους δέκα καταναλωτές εξοικονομούν χρήματα μέσω προσφορών και οι επτά στους δέκα τουλάχιστον 5% της αξίας των αγορών τους. Η μεσοσταθμική εξοικονόμηση που καταγράφεται στις ετήσιες έρευνες του ΙΕΛΚΑ κυμαίνεται από 9,5% έως 11,7%, η οποία δεν αποκλίνει από τις μετρήσεις που έχει πραγματοποιήσει το ΙΕΛΚΑ για την πραγματική εξοικονόμηση του καταναλωτή από τις αξιοποίηση προσφορών και εκπτώσεων.
Ένα άλλο σημαντικό ποσοστό της μείωσης αντιστοιχεί σε μεταβολή καταναλωτικών συνηθειών με την υιοθέτηση έξυπνων αγορών από τους καταναλωτές, όπως αναζήτηση προσφορών που προαναφέρθηκε, φθηνότερες εναλλακτικές προϊόντων, διαφορετικές συσκευασίες, μείωση της σπατάλης, σύγκριση τιμών, αξιοποίηση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας κλπ. Κύριος στόχος αυτών των έξυπνων συνηθειών είναι η ικανοποίηση των ίδιων αναγκών με λιγότερα χρήματα,
Σε σχέση με τις φθηνότερες εναλλακτικές προϊόντων χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει αυτή την τάση αποτελούν συγκεκριμένα είδη για τα οποία η μείωση στην ποσότητα των αγορών (σε κιλά, λίτρα) που καταγράφεται είναι είτε σημαντικά μικρότερη από την μείωση στην αξία των αγορών (σε ευρώ), είτε η ποσότητα αγορών ενίοτε παρουσιάζει αύξηση.
Ένας ακόμα παράγοντας που εξηγεί ένα μέρος της μείωσης της δαπάνης είναι η φορολογία και συγκεκριμένα η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ (ο συντελεστής ΦΠΑ για τα τρόφιμα το 2009 ήταν 9% έναντι 13% και 24% για κάποια είδη το 2016 και για τα λοιπά είδη 19% το 2009 έναντι 24% το 2016). Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ η ετήσια δαπάνη ανά νοικοκυριό για είδη παντοπωλείου μειώθηκε κατά 21,7% από 5.578 ευρώ σε 4.367 ευρώ, ο αναλογούν ΦΠΑ αυξήθηκε κατά 13,9% από 561 ευρώ σε 638 ευρώ. Ως εκ τούτου η πραγματική μείωση στη δαπάνη των νοικοκυριών (προ ΦΠΑ) είναι της τάξης του 25,7%. Επίσης συγκεκριμένα είδη έχουν επηρεαστεί από τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα αλκοολούχα ποτά για οποία καταγράφεται αύξηση της δαπάνης σε αξία κατά 5,1%, αλλά μείωση στα λίτρα που αγοράστηκαν κατά 3%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η δαπάνη των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου σε αξία μειώθηκε, η δαπάνη ως ποσοστό επί των συνολικών αγορών των νοικοκυριών αυξήθηκε. Το 2009 η δαπάνη σε είδη διατροφής αντιστοιχούσε στο 16,2% των αγορών του μέσου νοικοκυριού, ενώ το 2016 αντιστοιχούσε στο 19,6% αυξήθηκε δηλαδή κατά 3,4%. Τα αντίστοιχα ποσοστά συνολικά για τα είδη διατροφής και ειδών παντοπωλείου ήταν 21,5% το 2009 και 26,1% το 2016. Πρακτικά δηλαδή ενώ η δαπάνη σε είδη παντοπωλείου μειώθηκε, οι υπόλοιπες δαπάνες (π.χ. είδη ένδυσης, είδη επίπλωσης, υπηρεσίες) μειώθηκαν με ακόμα μεγαλύτερο ρυθμό. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την έρευνα, είναι αναμενόμενη καθώς τα περισσότερα από τα προϊόντα παντοπωλείου και ειδικά τα είδη διατροφής εξυπηρετούν βασικές ανάγκες του καταναλωτή και κατά συνέπεια είναι πιο δύσκολο να περικοπούν σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.