Πού στηρίζεται ο σκεπτικισμός για το «μαξιλαράκι» ρευστότητας και την πλήρη πρόσβαση της χώρας μας στις αγορές
Λιγότερο από ένα χρόνο πριν την ολοκλήρωση του τρίτου ελληνικού προγράμματος, κανείς δεν μπορεί ακόμα να πει με βεβαιότητα αν η Ελλάδα τον Αύγουστο του 2018 θα βγει από τα μνημόνια με «καθαρή» έξοδο ή αν θα χρειαστεί περαιτέρω βοήθεια.
Αξιωματούχοι που εμπλέκονται άμεσα στο ελληνικό πρόγραμμα αναφέρουν, σύμφωνα με το Bloomberg, ότι δεν «αντέχουν» ένα ακόμα πρόγραμμα μετά από αυτό που ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018. «Εξαντλημένοι μετά από επτά χρόνια ατέλειωτων οριακών διαπραγματεύσεων, τόσο η Αθήνα όσο και οι Ευρωπαίοι δανειστές θέλουν να γυρίσουν σελίδα. Όμως η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να συνεχίσει μόνη της, ενώ οι Ευρωπαίοι δανειστές πρέπει να είναι σίγουροι ότι μπορούν να ανακτήσουν τα χρήματά τους», σημειώνει σε ανάλυσή του το Bloomberg.
«Δεν υπάρχει πολιτική διάθεση για άλλο ένα πρόγραμμα, ούτε στην Αθήνα ούτε μεταξύ των δανειστών, αλλά το Eurogroup θα θέλει να διατηρήσει την Ελλάδα υπο έλεγχο για να διασφαλίσει ότι τα δάνεια θα αποπληρωθούν και ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις, επομένως το ερώτημα είναι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθεί αυτό», δηλώνει ο Mutajba Rahman, ανώτατο στέλεχος της συμβουλευτικής εταιρείας Eurasia Group.
Όπως επισημαίνει το Bloomberg, η Ελλάδα ποντάρει στο ρυθμό υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων και την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη στους επόμενους έξι μήνες, προκειμένου να πείσει τους δανειστές ότι είναι ικανή να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, ενώ οι χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες τα επόμενα χρόνια και τα περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αναμένεται να συμφωνηθούν το καλοκαίρι του 2018 πιθανόν επίσης να καταστήσουν ευκολότερη μία «καθαρή» έξοδο.
Δεν πείθονται όλοι
Αξιωματούχοι που επικαλείται το Bloomberg εκτιμούν ότι το προφίλ χρέους και το σχεδιαζόμενο «μαξιλάρι» ρευστότητας αναμένεται να πείσουν τους επενδυτές ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί πιστωτική γραμμή ή νέα δάνεια μετά το 2018. Όμως δεν έχουν πειστεί όλοι γι’ αυτό: Για να γίνει πραγματικότητα αυτό το «μαξιλαράκι» ρευστότητας που θα διατηρήσει την Ελλάδα ασφαλή για τουλάχιστον ένα χρόνο μετά το τέλος του προγράμματος, και παράλληλα να αποδείξει ότι ανακτά την εμπιστοσύνη των αγορών, η Ελλάδα θα πρέπει να εκδώσει κι άλλα ομόλογα μέσα στους επόμενους δέκα μήνες και να αυξήσει τα έσοδά της από αποκρατικοποιήσεις. «Η εμπειρία από το παρελθόν δείχνει ότι αυτό δεν θα είναι εύκολο», αναφέρεται στο ρεπορτάζ.
Η Ελλάδα χρειάζεται «μεταρρυθμίσεις που θα προσελκύσουν επενδύσεις, ιδιαίτερα από το εξωτερικό», επισημαίνει ο Αθανάσιος Βαμβακίδης της Bank of America Merrill Lynch, προσθέτοντας ωστόσο ότι αυτός είναι ο τομέας όπου καταγράφονται οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις.
Εν τω μεταξύ, το κόστος δανεισμού της χώρας μας δεν έχει υποχωρήσει μετά την πρώτη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, τον περασμένο Ιούλιο, γεγονός που γεννά αμφιβολίες για το αν η Ελλάδα μπορεί πράγματι να έχει ανακτήσει την πλήρη πρόσβασή της στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος.
«Έλληνες αξιωματούχοι λένε ότι σχεδιάζουν δύο ή τρεις ακόμα πωλήσεις χρέους μέσα στους επόμενους μήνες που θα βοηθούσαν την Αθήνα να αντλήσεις 4 με 6 δισεκατομμύρια ευρώ», αναφέρει το Bloomberg, επισημαίνοντας πως το καλό σενάριο της «καθαρής» εξόδου προϋποθέτει μία γρήγορη ολοκλήρωση των δεκάδων προαπαιτούμενων για την εκταμίευση της επόμενης δόσης του προγράμματος. Οι επενδυτές όμως είναι επιφυλακτικοί ως προς το αν είναι εφικτή η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης εντός του έτους, όπως επιθυμούν τόσο η Ελλάδα όσο και οι δανειστές, καθώς μέχρι τώρα σχεδόν όλες οι αξιολογήσεις των ελληνικών προγραμμάτων καθυστερούν λόγω διαφωνιών με το ΔΝΤ.
Και το να πειστούν αυτοί οι σκεπτικιστές ότι μία «καθαρή» έξοδος είναι καλή ιδέα, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Ένας αξιωματούχος δήλωσε στο Bloomberg ότι η ολοκλήρωση του προγράμματος θα σήμαινε ότι οι ελληνικές τράπεζες (που οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης τοποθετούν στην κατηγορία junk) δεν θα δικαιούνται waiver που θα τους επέτρεπε την πρόσβαση στις κανονικές χρηματοδοτικές λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα έπρεπε να μετατρέψουν έως και 6 δισεκατομμύρια ευρώ στον «ακριβό» ELA.
«Σε ένα χρόνο από τώρα αναμένω ότι η Ελλάδα και οι δανειστές της θα έχουν καταλήξει σε μία νέα συμφωνία, που θα είναι παρόμοια με ένα επίσημο πρόγραμμα, αλλά δεν θα αποκαλείται έτσι, και θα περιλαμβάνει όρους για σταδιακή ελάφρυνση χρέους με τη μορφή επέκτασης ωριμάνσεων, που με τη σειρά τους θα εξαρτηθούν από την ανάπτυξη της οικονομίας», προβλέπει ο Αθ. Βαμβακίδης.