Γεωργία, μεταποίηση, κατασκευές και εμπόριο οι τέσσερις κλάδοι που επλήγησαν βαρύτερα, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Η αναγκαιότητα ενός νέου, ισορροπημένου μοντέλου ανάπτυξης με ένα επεκτατικό μίγμα εσωστρέφειας και εξωστρέφειας τονίστηκε στην παρουσίαση της Ενδιάμεσης Έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, για το α' εξάμηνο του 2017.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης, που πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, με στόχο την παρέμβαση στον δημόσιο διάλογο με επίκεντρο τα συμφέροντα των εργαζομένων, παρουσίασε στοιχεία που αφορούν τις επενδύσεις, την κατανάλωση, τις εξαγωγές, την αγορά εργασίας, τους μισθούς και την παραγωγική διάρθρωση, με τα στοιχεία να αποτυπώνουν τις ευρύτερες παρενέργειες της οικονομικής κρίσης, μαζί, όμως, με κάποια θετικά μηνύματα.
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, με βάση τα παραπάνω, εκφράζει την επιφυλακτικότητά του για το κατά πόσο αυτά αποτελούν ενδείξεις για μία αναπτυξιακή δυναμική για τη χώρα, που θα έρθει μέσα από την επενδυτική έξαρση, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης, «υπάρχουν κάποιες πολύ αμυδρές ενδείξεις για επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα, αλλά χρειάζεται αρκετός χρόνος ώστε να μπορούμε να έχουμε σαφέστερη εικόνα».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης, οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α' τριμήνου του 2008, ενώ με βάση τον μέσο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων του 2016 ο όγκος των επενδύσεων θα φτάσει στο επίπεδο του α' τριμήνου του 2008 το α' τρίμηνο του 2033.
Όσον αφορά την αγορά εργασίας, η Έκθεση σημειώνει ότι το α' εξάμηνο του 2017 η κατάσταση είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η εξέλιξη, που αποτυπώνει μία σωρευτική μεταβολή στην αγορά εργασίας με μείωση των ανέργων κατά 263,5 χιλιάδες και με αύξηση της απασχόλησης κατά 252,3 χιλιάδες την περίοδο 2014-2017, δείχνει την αργή, μεν, αλλά σταθερή έξοδο της οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013 με μία σειρά όμως ποιοτικών δεικτών να δημιουργούν προβληματισμό. Συγκεκριμένα, ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%), την ώρα που το β' τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας κυμαινόταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016).
Επίσης, εξετάζοντας την κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης παρατηρείται ότι κατά την περίοδο της κρίσης χάθηκαν 645,1 χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εμφανίζονται στους κλάδους της γεωργίας (89,6 χιλιάδες), της μεταποίησης (122,3 χιλιάδες), των κατασκευών (179,1 χιλιάδες) και του εμπορίου (122,1 χιλιάδες). Αντίθετα, οι μόνοι κλάδοι που εμφανίζουν μικρές αυξήσεις στην απασχόληση είναι της ενέργειας (4,4 χιλιάδες) της παροχής καταλύματος και εστίασης (68,7 χιλιάδες), των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (15,6 χιλιάδες) και των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας (6 χιλιάδες).
Σχετικά με τους μισθούς, η Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ για το α' επτάμηνο(Ιανουάριος-Ιούλιος) του 2017, η πλειονότητα των νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα αφορά θέσεις μερικής (47,86%) και εκ περιτροπής (13,81%) εργασίας. Η ενίσχυση της επισφαλούς απασχόλησης επηρεάζει τη μεταβολή των μισθών, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία απασχόλησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τον Νοέμβριο του 2016, ο μέσος μισθός των απασχολούμενων με μερική απασχόληση ήταν 397,67 ευρώ.
Η εξέταση της κλαδικής κατανομής του μέσου ονομαστικού μισθού οδηγεί, όπως τονίζει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, στα εξής συμπεράσματα: Πρώτον, όλοι οι κλάδοι εμφανίζουν μειώσεις, οι οποίες κατά μέσο όρο φτάνουν στο 18,1%. Δεύτερον, οι κλάδοι στους οποίους εμφανίζονται οι μεγαλύτερες μειώσεις είναι της εκπαίδευσης, της διασκέδασης και του τουρισμού. Αντίθετα, οι κλάδοι με τις μικρότερες μειώσεις είναι της διαχείρησης ακίνητης περιουσίας, μεταφοράς και αποθήκευσης, και των ορυχείων. Οι έξι κλάδοι στους οποίους σημειώνεται η μεγαλύτερη χρήση της μερικής απασχόλησης είναι των κατασκευών, των τεχνών, του τουρισμού, των διοικητικών υπηρεσιών, των λοιπών δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και του εμπορίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ο αγροτικός τομέας αναβαθμίζεται, καθώς η συμβολή του στην παραγωγική διάρθρωση της χώρας αυξάνεται κατά 28,2%. Η βιομηχανία υποβαθμίζεται κατά 7,9% και το προϊόν της το 2016 αντιστοιχεί πλέον στο 15,8% της συνολικής παραγωγής. Αυτή η μείωση αποδίδεται κυρίως στην υψηλή συρρίκνωση του τομέα των κατασκευών, του οποίου η συμβολή περιορίστηκε από 55 σε 2,4%. Οι αρνητικές επιπτώσεις στη βιομηχανία από την κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας φαίνεται πως αντισταθμίστηκαν μερικώς από τη βελτίωση της θέσης της μεταποίησης κατά 14,7%, προσεγγίζοντας το 2016 το 10% της συνολικής παραγωγής. Η συμβολή του τομέα των υπηρεσιών στο συνολικό παραγώμενο προϊόν κατά την περίοδο 2009-2016 εμφανίζει οριακή αύξηση της τάξης του 0,59%.
Με βάση τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24% από το αντίστοιχο του α' τριμήνου του 2008, ενώ η αύξηση του όγκου των εξαγωγών δεν μεταφράζεται σε διατηρήσιμο εμπορικό πλεόνασμα λόγω της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, λόγω της συνέχισης της ίδιας δημοσιονομικής προσαρμογής παρουσιάζεται συνεχής απώλεια ρευστότητας από τον ιδιωτικό τομέα με την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων να συνεπάγεται έλλειμμα για τον ιδιωτικό τομέα.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, στην τοποθέτησή του, εκτίμησε ότι υπάρχει πιθανότητα να οδηγηθεί η χώρα σε ένα νέο μνημόνιο, ενώ υπογράμμισε ότι τον Αύγουστο του 2018 δεν βγαίνει ουσιαστικά η Ελλάδα από τα μνημόνια, καθώς η επιτροπεία θα παραμείνει για τις επόμενες δεκαετίες. Επίσης, ανέφερε ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν οι δυνάμεις που δημιουργούν θέσεις πλήρους απασχόλησης, που είναι η μεγάλη ανάγκη της κοινωνίας και σημείωσε ότι η φτώχεια έχει γιγαντωθεί, καθώς, πλέον, σε αυτήν την κατάσταση δεν βρίσκονται μόνο οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι αλλά και οι μισθωτοί.
Τέλος, σύμφωνα με κάποια επιπλέον στοιχεία της Έκθεσης που παρουσιάζουν ένα δυσμενές κλίμα το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου, οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν το 54,4% των καθαρών εσόδων του κράτους έναντι 50,7% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Το α' τρίμηνο του 2017 οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκαν κατά 4,9% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου πέρυσι, με τις κοινωνικές παροχές να σημειώνουν πτώση 5,1%. Αυτή η κατάσταση, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι μη βιώσιμη και δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης αναβάθμισης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας.