Λιγότερα από τρία στα δέκα προϊόντα που καταναλώνονται στην Ελλάδα παράγονται στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα εάν από την παραγωγή αφαιρέσουμε τις εξαγωγές, η εγχώρια παραγωγή κατέχει ποσοστό μόλις 26% της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ το υπόλοιπο 74% αποτελεί το μερίδιο των εισαγωγών.
Αυτό προκύπτει από έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου και το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος επεσήμανε ότι η αύξηση που παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη Βιομηχανία είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι ανάκαμψης.
Η χώρα όμως χρειάζεται περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή αλλά και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων. Η ελληνική βιομηχανία, αυτή τη στιγμή, δυστυχώς θεωρείται ένας σχετικά μικρός σε μέγεθος κλάδος στην ελληνική οικονομία όπου κυριαρχούν οι υπηρεσίες.
Από την πλευρά της, η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων κ. Χριστίνα Σακελλαρίδη, τόνισε ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην τόνωση της εγχώριας παραγωγής, στη μεταποίηση αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων μέσα από κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων μεταποιητικών μονάδων.
Κατά την περίοδο 1995 - 2015, η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά -19,5%.
Αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα είναι η δραστική μείωση των επενδύσεων, του αριθμού των μεταποιητικών επιχειρήσεων και του αριθμού των απασχολουμένων. Οι επενδύσεις μετά από θεαματική αύξηση κατά την περίοδο 1995 - 2000, ακολουθούν πτωτική πορεία έως το 2005, και μετά από ανάκαμψη κατά έτη 2006, 2007 και 2008 (που οφείλεται στις επενδύσεις των κλάδων Πετρελαίου & Άνθρακα και Χημικών & Φαρμακευτικών Προϊόντων) συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία με αποτέλεσμα οι επενδύσεις το 2013 να διαμορφωθούν στα επίπεδα του 1995. Παράλληλα, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις από 5.814 το 1995 περιορίστηκαν σε 2.845 το 2013 και χάθηκαν 82.090 θέσεις εργασίας (1995: 250.437 απασχολούμενοι, 2013: 168.347 απασχολούμενοι).
Πτωτική πορεία παρουσιάζει και η ακαθάριστη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Μετά από συνεχή αύξηση κατά την περίοδο 1995 - 2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +6,9% και αξία παραγωγής ύψους 46 δις € το 2008, περιορίστηκε σε 42,3 δις € το 2013, δηλαδή σωρευτική μείωση κατά -8,1%. Σημαντική μείωση σημείωσε και η προστιθέμενη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Κατά την περίοδο 1995 - 2004, η προστιθέμενη αξία αποτελούσε περίπου το 36% - 40% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Από το 2005 το ποσοστό αυτό μειώνεται συνεχώς και περιορίστηκε σε 22% και 23% κατά τα έτη2012 και 2013, αντίστοιχα.