Βίκτορ Λούστιγκ, ένας πραγματικός καλλιτέχνης της απάτης
Το να είναι κανείς επαγγελματίας απατεώνας δεν θεωρείται ακριβώς «business». Όμως για τον άνθρωπο που έκανε την απάτη πραγματική μορφή τέχνης, καταφέρνοντας να πουλήσει ακόμα και τον Πύργο του Άιφελ για... παλιοσίδερα (!), αξίζει ένα business story.
Γράφει ο Σπύρος Πιστικός
Το όνομά του ήταν Βίκτορ Λούστιγκ, και η προσωπικότητά του καλύπτεται από ένα μυστήριο που αρμόζει σε έναν καλλιτέχνη της απάτης. Πολλοί αμφιβάλλουν ακόμα και για το πραγματικό του όνομα ή για το πού γεννήθηκε. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι γεννήθηκε το 1890 στην τότε Αυστροουγγαρία, στην πόλη Χοστινέ της σημερινής Τσεχίας. Το πραγματικό του όνομα φέρεται να ήταν Ρόμπερτ Μίλερ, αν και κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό με βεβαιότητα.
Εξίσου ασαφές είναι και το πώς μεγάλωσε ο Λούστιγκ: ο ίδιος έλεγε στα θύματά του ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή, και μάλιστα τους παρουσιαζόταν ως «Κόμης», υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας του ήταν ο τοπικός δήμαρχος, όμως μία άλλη εκδοχή τον θέλει να κατάγεται από φτωχή οικογένεια.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι από μικρός κατάλαβε πως το ταλέντο του ήταν στις απατεωνιές. Σύμφωνα με το περιοδικό True Detective Mysteries, ο Λούστιγκ έκανε ήδη από την εφηβεία του διάφορα μικροεγκλήματα, ενώ ήξερε πολλά κόλπα με χαρτιά, τα οποία επρόκειτο να του φανούν πολύ χρήσιμα λίγα χρόνια αργότερα...
«Γδύνοντας» τα κορόιδα
Τα πρώτα «μεγάλα» κόλπα του ο Λούστιγκ τα έκανε στα υπερωκεάνεια που διέσχιζαν τον Ατλαντικό, όπου εκμεταλλευόταν το ταλέντο του με τα χαρτιά για να ξετινάξει τους επιβάτες της πρώτης θέσης, που συχνά ήταν αφελείς άνθρωποι που είχαν πλουτίσει ξαφνικά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ήταν ευάλωτοι σε απάτες όπως αυτές του Λούστιγκ.
Όμως το πιο επικερδές κόλπο του ήταν το «ρουμάνικο κουτί του χρήματος», ένα μικρό ξύλινο κουτί που δήθεν τύπωνε επιτόπου χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων, χάρη σε έναν εκτυπωτικό μηχανισμό που χρησιμοποιούσε «ράδιο». Ο Λούστιγκ επεδείκνυε το... μαγικό κουτί του στους συνδαιτυμόνες του και συχνά αυτοί εντυπωσιάζονταν και ζητούσαν να το αγοράσουν, με τον καλλιτέχνη της απάτης να δέχεται απρόθυμα (τάχα μου) να το πουλήσει έναντι 10.000 δολαρίων, και φυσικά να βγάζει μια περιουσία από αυτό το κόλπο.
Ο άνθρωπος που πούλησε τον Πύργο του Άιφελ
Όμως το «ρουμάνικο κουτί του χρήματος» μοιάζει με... παιδικό παιχνίδι μπροστά στο απίστευτο κόλπο που σκάρωσε ο Λούστιγκ στο Παρίσι το 1925, ένα κόλπο που αναμφίβολα τον τοποθετεί στο ανεπίσημο hall of fame των απατεώνων στην ανθρώπινη ιστορία.
Εκείνη τη χρονιά λοιπόν, κι ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ο Λούστιγκ διάβασε σε μία εφημερίδα ότι η γαλλική κυβέρνηση δυσκολευόταν να ανταπεξέλθει στο κόστος συντήρησης του Πύργου του Άιφελ, με την οικονομία της χώρας να έχει «γονατίσει» λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν ο θρυλικός πύργος να βρίσκεται σε κακή κατάσταση και να υπάρχουν διάφορες φήμες για το μέλλον του.
Αυτό έδωσε μία «τρελή» ιδέα στον Λούστιγκ, την οποία έθεσε άμεσα σε εφαρμογή. Παραχαράσσοντας κρατικά έγγραφα, παρίστανε τον υψηλόβαθμο κυβερνητικό αξιωματούχο, και με έδρα ένα δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου στην Place de la Concorde έστειλε επιστολές σε κορυφαία στελέχη των μεγαλύτερων εταιρειών επεξεργασίας μετάλλου της χώρας, καλώντας τους σε ένα μυστικό ραντεβού. Στους έξι άνδρες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του ξεφούρνισε το απίθανο ψέμα του: προκειμένου να γλιτώσει το δυσβάσταχτο κόστος συντήρησης του Πύργου του Άιφελ, η γαλλική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τον πουλήσει για παλιοσίδερα, βγάζοντάς τον σε πλειστηριασμό κάτω από άκρα μυστικότητα, ώστε να μην υπάρξουν οργισμένες αντιδράσεις από τους πολίτες.
Το «θύμα» του Λούστιγκ ήταν ο Αντρέ Πουασόν, ένας μεγαλέμπορος που πείστηκε από την ιστορία του και πλειοδότησε. Μάλιστα, η επικρατέστερη εκδοχή αναφέρει πως η γυναίκα του Πουασόν είχε τις αμφιβολίες της, όμως ο δαιμόνιος Λούστιγκ κανόνισε μία ακόμη συνάντηση, αυτή τη φορά μεταξύ των τριών τους, στην οποία «ομολόγησε» ότι ήταν ένας διεφθαρμένος κυβερνητικός αξιωματούχος που ήθελε τη «μίζα» του, πείθοντας αυτή τη φορά και τη σύζυγο του Πουασόν, ο οποίος πλήρωσε τελικά το ποσό των 70.000 δολαρίων για αυτό που νόμιζε ότι θα ήταν ο Πύργος του Άιφελ, όμως στην πραγματικότητα ήταν... αέρας κοπανιστός! Όταν όμως κατάλαβε ότι είχε πέσει θύμα μίας καλοστημένης απάτης, ήταν πια πολύ αργά: ο Λούστιγκ είχε ήδη διαφύγει με το τρένο στην Αυστρία, περιμένοντας πως ο Πουασόν θα έκανε καταγγελία στην αστυνομία. Όμως ο έμπορος δεν έκανε ποτέ καμία καταγγελία, προφανώς μην θέλοντας να παραδεχτεί ότι πιάστηκε κορόιδο...
Αυτή η στάση του Πουασόν ενθάρρυνε τον Λούστιγκ να δοκιμάσει και δεύτερη φορά να πουλήσει τον Πύργο του Άιφελ, όμως αυτή τη φορά το υποψήφιο θύμα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, με αποτέλεσμα ο Λούστιγκ να διαφύγει, αυτή τη φορά με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένας δεινός παραχαράκτης
Στην Αμερική μπορεί να μην υπήρχε Πύργος του Άιφελ για να πουλήσει ο «κόμης» Λούστιγκ, όμως και εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για τις απάτες του, επαναφέροντας το κόλπο με το «ρουμάνικο κουτί χρημάτων». Αργότερα όμως διέπρεψε ως παραχαράκτης, με τη βοήθεια του χημικού Τομ Σο, αφού τα χαρτονομίσματα που διοχέτευσαν στην αμερικανική αγορά ήταν τόσο καλοφτιαγμένα που ξεγελούσαν ακόμα και τους ταμίες των τραπεζών.
Οι πληροφορίες της εποχής έκαναν λόγο για περίπου 100.000 πλαστά δολάρια που διοχετεύονταν κάθε μήνα στην αμερικανική οικονομία, από τράπεζες μέχρι τον ιππόδρομο, υπονομεύοντας σοβαρά την ίδια την αξιοπιστία του δολαρίου ως νομίσματος. Τα πλαστά χρήματα ήταν γνωστά στις αμερικανικές αρχές ως «χρήμα Λούστιγκ».
Παράλληλα, ο Λούστιγκ είχε μία πολύ ενδιαφέρουσα συναλλαγή με τον διαβόητο Αλ Καπόνε. Ο «κόμης», σύμφωνα με κάποιες πηγές, πλησίασε τον γκάνγκστερ στο Σικάγο και του ζήτησε 50.000 δολάρια για να χρηματοδοτήσει μια νέα κομπίνα, η οποία υποτίθεται ότι σε δύο μήνες θα διπλασίαζε την «επένδυσή» του. Ο Καπόνε τον εμπιστεύτηκε και του έδωσε τα χρήματα. Ο Λούστιγκ όμως δε χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά. Αντίθετα, τα τοποθέτησε σε μία θυρίδα και μετά από δύο μήνες ενημέρωσε τον Αλ Καπόνε ότι τα πράγματα δεν είχαν πάει όπως τα υπολόγιζε, όμως ήταν σε θέση να ξεπληρώσει τουλάχιστον το αρχικό ποσό των 50.000 δολαρίων. Ο Καπόνε φέρεται να εντυπωσιάστηκε από την ειλικρίνειά του, δίνοντάς του για... φιλοδώρημα το ποσό των 5.000 δολαρίων! Τι κέρδισε από όλη αυτήν την ιστορία ο Λούστιγκ; Την πολύτιμη εύνοια του αρχιγκάνγκστερ...
Η προδοσία και το τέλος
Η αστυνομία κυνήγησε λυσσαλέα τον Λούστιγκ, προσπαθώντας να αναχαιτίσει την εγκληματική του δράση. Μία ειδική ομάδα που είχε συστήσει η Μυστική Αστυνομία ήταν επικεντρωμένη στο πώς θα τον συλλάβει. Και βρήκε μία απρόσμενη σύντροφο στο πρόσωπο της ερωμένης του Λούστιγκ, Μπίλι Μέι, η οποία, όταν έμαθε πως ο Λούστιγκ την απατούσε με τη σύντροφο του συνεργάτη του, εξοργισμένη τον κατέδωσε.
Το 1935 ο Λούστιγκ συνελήφθη στη Νέα Υόρκη, μετά από μία θεαματική καταδίωξη. Κατάφερε να αποδράσει με εξίσου θεαματικό τρόπο από το κρατητήριο, βγαίνοντας από το κελί του με σεντόνια τα οποία έδεσε σε μία «αλυσίδα» και παριστάνοντας τον καθαριστή τζαμιών για να μην κινήσει υποψίες στους περαστικούς, όμως συνελήφθη και πάλι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους στο Πίτσμπουργκ.
Ο Λούστιγκ καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση στο Αλκατράζ, και κάπου εκεί ξέμεινε από κόλπα. Σύμφωνα με τη δημοφιλέστερη εκδοχή πέθανε από πνευμονία τον Μάρτιο του 1947, αν και ο θάνατός του μυστηριωδώς ανακοινώθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Οι δέκα εντολές
Πέρα από τα... κατορθώματά του, ο Λούστιγκ άφησε πίσω του μία λίστα με τις «δέκα εντολές του απατεώνα», μία δεκάδα συμβουλών προς επίδοξους μιμητές του έργου του. Οι δέκα εντολές του είναι οι εξής:
1. Να είσαι καλός ακροατής (αυτό, και όχι το να μιλάς πολύ, είναι που βοηθά έναν απατεώνα).
2. Μη δείχνεις ποτέ σαν να βαριέσαι.
3. Περίμενε να εκφράσει ο άλλος τις πολιτικές του απόψεις, και μετά συμφώνησε μαζί του.
4. Άσε τον άλλο να αποκαλύψει τα θρησκευτικά του πιστεύω, και μετά έχε τα ίδια πιστεύω.
5. Άφησε υπόνοιες για σεξ, αλλά μην το συνεχίσεις αν δεν δείξει ο άλλος ισχυρό ενδιαφέρον.
6. Μη συζητάς ποτέ για ασθένειες, εκτός κι αν επιδεικνύεται ιδιαίτερη ανησυχία.
7. Ποτέ μη «χώνεσαι» στα προσωπικά του άλλου (στο τέλος θα σου τα πουν όλα).
8. Ποτέ να μην υπερηφανεύεσαι. Απλώς άσε τη σημασία σου να είναι σιωπηρά εμφανής.
9. Ποτέ μην είσαι ακατάστατος.
10. Ποτέ μη μεθύσεις.