Η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει να αυξάνει τα αποθέματα χρυσού της χώρας
Το ζήτημα των κυρώσεων της Δύσης κατά της Ρωσίας και τα αντίμετρα από την πλευρά του Κρεμλίνου εξακολουθούν να απασχολούν την επικαιρότητα. Όπως αναφέρει σε άρθρο του στον ιστότοπο contropiano.org ο Ιταλός αναλυτής Φαμπρίτσιο Πότζι, «σήμερα, σχεδόν κανένας δεν θυμάται πως ξεκίνησε η μακρά τούτη διελκυστίνδα και ποια ήσαν τα προσχήματα(Μάρτιος και Δεκέμβριος του 2014, Απρίλιος του 2015, Ιούλιος και Δεκέμβριος του 2016) για να τιμωρηθεί η Μόσχα για την «αυθάδειά» της εις βάρος εκείνων των φιλοδυτικών Δημοκρατιών στη γειτονιά της—ιδίως για την αντίδρασή της στην νεωστί κατάληψη της εξουσίας στο Κίεβο. Επιπλέον, είναι φυσικό ότι αυτές οι δικαιολογίες εξοβελίζονται από τη μνήμη, εφόσον δεν ήταν στην πραγματικότητα, παρά μόνον προσχήματα».
Και συνεχίζει ο Πότζι:
«Η ουσία της διαμάχης γίνεται πλέον όλο και πιο σαφής. Και μαζί με αυτήν διαφαίνονται επίσης και οι διαφορές απόψεων ένθεν και ένθεντου Ατλαντικού σχετικά με αυτές τις κυρώσεις. Όπως τονίζει εξάλλου ο αναλυτής της ρωσικής εφημερίδας Zavtra Ανατόλι Βάσερμαν, αναφερόμενος στην επαμφοτερίζουσα ευρωπαϊκή πολιτική όσον αφορά τα επιμέρους συμφέροντά της ΕΕ, θα πρέπει να μιλούμε σήμερα για πολιτική «ανεμοδείκτη» αναφορικά με τη θέση πολλών ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι, καίτοι αντιδρούν μπροστά από την πρόσφατη ενίσχυση των κυρώσεων των ΗΠΑ, δεν περιφρονούν τις δικές τους κυρώσεις, αντίθετα τις ενισχύουν. Εάν σε κάποιους γερμανικούς κύκλους, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ψιθυρίζουν μεταξύ τους πως οι αμερικανικές κυρώσεις αποτελούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου, άλλοι κύκλοι στη Γερμανία απευθύνουν εκκλήσεις για κυρώσεις της ΕΕ εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών του ρωσικού υπουργείου Ενέργειας, αναφορικά με την υπόθεση της τουρμπίνας Siemens, η οποία θα εξαγόταν στην Κριμαία παρακάμπτοντας τις ευρωπαϊκές κυρώσεις. Επιπλέον, όταν οι Βρυξέλλες αναφέρονται στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου, έχουν κατά νου κυρίως τον αγωγό «North Stream 2», κύριο στόχο των αμερικανικών κυρώσεων για την προστασία των ενεργειακών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, που όμως για τη χρηματοδότησή του ενδιαφέρονται και εμπλέκονται αρκετές γερμανικές τράπεζες, με αποτέλεσμα το Βερολίνο να αμφιταλαντεύεται στην έκφραση μίας επίσημης θέσης πάνω στο ευρύτερο ζήτημα των κυρώσεων.
Στην ουσία, η Ευρώπη χρειάζεται τόσο την αμερικανική αγορά, όσο και αυτήν της Ρωσίας και εάν η δεύτερη σήμερα μοιάζει να είναι αρκετά περιορισμένη σε σύγκριση με την πρώτη, στο μέλλον όμως θα πρέπει να αναμένουμε πως η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί, εξαιτίας της πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ για την υπεράσπιση των συμφερόντων της αμερικανικής βιομηχανίας. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά ευρωπαϊκά συμφέροντα μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, όπως υποστηρίζει ο Βάσερμαν, ώστε οι ευρωπαϊκές εταιρείες να μην αρνούνται να πληρώσουν τα διάφορα «πρόστιμα» για την εμπορική συμπεριφορά τους προκειμένου να διατηρήσουν την παρουσία στην Αμερική. Αυτή είναι η περίπτωση της βρετανικής τράπεζας HSBC (στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις 2 δισεκ. δολαρίων πριν δύο χρόνια για τη συνεργασία με το Ιράν) ή της γαλλικής BNP Paribas (8 δισεκ. δολάρια για παραβιάσεις των κυρώσεων κατά του Ιράν, του Σουδάν και της Κούβας), ή ακόμα το σκάνδαλο με τους γερμανικούς κινητήρες ντίζελ που υπερέβεναν το όριο των επιτρεπόμενων εκπομπών στην Αμερική. Και στην περίπτωση που το Βερολίνο είναι διατεθειμένο να πληρώσει δυόμισι φορές περισσότερο για το αμερικανικό φυσικό αέριο και να εγκαταλείψει το πρόγραμμα «North Stream 2», η Μόσχα θα βρεί πελάτες για το δικό της φυσικό αέριο στα ανατολικά της σύνορα, υποστηρίζει ο ίδιος αρθρογράφος.
Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το τοπικό Ανώτατο Δικαστήριο του Ντίσελντορφ με απόφασή τους κατήργησαν πριν σχεδόν ένα χρόνο τα περιοριστικά μέτρα έναντι της Gazprom για την πλήρη αξιοποίηση του αγωγού «Oral», που συνδέει το «North Stream1» με τα συστήματα διέλευσης στην κεντρική και δυτική Ευρώπη μέσω της Γερμανίας. Η διαιτησία έχει προκαλέσει την οργή της Πολωνίας και της Ουκρανίας, τα έσοδα των οποίων επηρεάζονται άμεσα από τη διέλευση του ρωσικού φυσικού αερίου. Από τον Oral θα διατίθενται πλέον 76 εκατ. μ3 ανά ημέρα αντί για 56 εκατ., αποκλείοντας μεγάλο μέρος από τους αγωγούς της Ουκρανίας. Στο γερμανικό εσωτερικό μέτωπο, η ηγέτιδα του αριστερού κόμματος Die Linke, Ζάρα Βάγκενκνεχτ, σε συνέντευξή της στο Der Tagesspiegel (στην οποία αναφέρθηκε επίσης σε εσωτερικά προβλήματα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής), τόνισε πως συμφωνεί με την άποψη της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ ότι θα πρέπει να θεωρούνται πλέον οι ΗΠΑ ως ένας αναξιόπιστος εταίρος. Μία άποψη που και οι Σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν «εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια». Σύμφωνα με την Βάγκενκχεχτ, οι κυρώσεις δεν λύνουν κανένα πρόβλημα, πόσο μάλλον ο αποκλεισμός της Μόσχας από την G8.
Αλλά και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ έχει τονίσει ότι «εμείς θα υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας από τη βιομηχανική αυτή πολιτική που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα των κυρώσεων, και συνίσταται στο σύνθημα ‘η Αμερική πάνω απ 'όλα΄». Ο ίδιος έθιξε πλαγίως τη σημασία που έχει η επίλυση της ουκρανικής κρίσης, αλλά στη συνέχεια παρέμεινε μετέωρος όταν πληροφορήθηκε πως ο Τράμπ είχε υπογράψει τον νόμο για ένταση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας, ο οποίος εγκρίθηκε από τη Γερουσία στις 28 Ιουλίου, παρ’ όλο που, κατά τον Γκάμπριελ, ο νόμος προέβλεπε και προϋπέθετε «προκαταρκτικές διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους».
Ο Τραμπ υπέγραψε τη νομοθεσία παρ’όλο που τη θεωρεί «ατελέστατη» και παρότι εμπεριέχει μία σειρά από αντισυνταγματικά άρθρα, ιδίως εκείνα που αναφέρονται στο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «παράνομη κατοχή της Αμπχαζίας, της Νότιας Οσετίας, Κριμαίας, ανατολικής Ουκρανίας και της Υπερδνειστερίας» και οι οποίες «έχει ως στόχο να στερήσουν από τον ίδιον τον πρόεδρο το αποκλειστικό και συνταγματικό του δικαίωμα να αναγνωρίζει ξένες κυβερνήσεις και τα εδαφικά τους όρια.» Ο Τραμπ επέκρινε επίσης την απόφαση του Κογκρέσου να του στερήσει το προσωπικό του δικαίωμά να καταργεί κυρώσεις, καθώς και μια δεκάδα άλλων σημείων, που περιορίζουν τις συνταγματικές εξουσίες του. Και παρ 'όλα αυτά υπέγραψε τον νόμο με την ελπίδα ότι «στο τέλος το Κογκρέσο θα αποφασίζει να μην ενεργοποιήσει τούτο το ατελές νομοσχέδιο, που εμποδίζει το σημαντικό έργο που επιτελούμε με τους Ευρωπαίους συμμάχους για την επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία, και επίσης θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να περιορίσει τις προσπάθειες για να εξαλείψουμε κάθε πιθανή επιπλοκή, που θα μπορούσε να φέρει σε σύγκρουση τις αμερικανικές επιχειρήσεις με τους φίλους μας και τους συμμάχους μας».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ουάσιγκτον συνεχίζει να διακηρύξει με ειλικρίνεια ότι θέλει να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Ρωσία: το έκανε ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, υπογραμμίζοντας ότι αναμένει εποικοδομητικά βήματα από τη Μόσχα «για την εκπλήρωση των συμφωνιών του Μινσκ» και αποσαφηνίζοντας πως ούτε ο ίδιος, ούτε κι ο Τραμπ «είναι ικανοποιημένοι με τα βήματα του Κογκρέσου για την επιβολή κυρώσεων». Ο Τίλερσον που τις επόμενες ημέρες πρόκειται να συναντηθεί με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ στη Μανίλα και που ήδη έχει προειδοποιήσει πως οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις απειλούνται με περαιτέρω επιδείνωση, τόνισε επίσης πως είναι πεπεισμένος ότι η απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν για τη μείωση κατά 755 εργαζομένων του διπλωματικού προσωπικού στην αμερικανική πρεσβεία των ΗΠΑ στη Ρωσία, υπαγορεύθηκε κατά έναν τρόπο από τη βούληση να δείξει στους ρώσους πολίτες ότι η Μόσχα μπορεί να ανταπαντήσει επαρκώς στις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Και ενώ η υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι, επευφημούσε την ανακοίνωση του Μαυροβουνίου, της Αλβανίας (αμφότερες υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ), της Νορβηγίας και της Ουκρανίας ότι έχουν προσχωρήσει στην απόφαση της ΕΕ να επεκτείνει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας, ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ απεκάλεσε τις κυρώσεις των ΗΠΑ έναν πλήρους κλίμακας εμπορικό πόλεμο, που βάζει τέλος στις ελπίδες για βελτίωσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ. «Η κυβέρνηση Τραμπ επέδειξε πλήρη ανικανότητα», δήλωσε ο Μεντβέντεφ, «μεταβιβάζοντας με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο τις εκτελεστικές εξουσίες στο Κογκρέσο. Αυτό αλλάζει την ισορροπία της εξουσίας στους πολιτικούς κύκλους των ΗΠΑ. Το αμερικανικό κατεστημένο νίκησε τον Τραμπ: ο Πρόεδρος δεν είναι ευχαριστημένος με τις νέες κυρώσεις, αλλά δεν μπορούσε να μην υπογράψει το νόμο. Οι νέες κυρώσεις είναι ένας άλλος τρόπος για να βάλουν στη θέση του τον Τραμπ. Θα υπάρξουν και άλλα παρόμοια μέτρα: ο απώτερος στόχος τους είναι καθαίρεση του Τραμπ», υπογράμμισε ο Μεντβέντεφ, δηλώσεις που μοιάζουν να στηρίζουν τον Αμερικανό πρόεδρο έναντι του Κογκρέσου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχει εξαπλωθεί κι ένας γενικός πανικός από το γεγονός ότι η ρωσική Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει να αυξάνει τα αποθέματα χρυσού της χώρας και είναι σχεδόν έτοιμη να ξεπεράσει και τα αποθέματα της Κίνας: μόνον τον Ιούνιο έχει αγοράσει πάνω από 9 τόννους.
«Η Τράπεζα της Ρωσίας παραμένει ο παγκόσμιος ηγέτης στην αύξηση των αποθεμάτων χρυσού σε διεθνή κλίμακα: κατά τους πρώτους έξι μήνες του έτους, τα αποθεματικά της σε χρυσό αυξήθηκαν κατά επιπλέον 100 τόννους. Το 2015 και το 2016 αγόρασε 206,7 και 200,7 τόννους χρυσού, έτσι ώστε μέσα σε μόλις δυόμισι χρόνια τα αποθέματα χρυσού της χώρας ανήλθαν στους 1.700 τόννους. Για να φτάσει την Κίνα απομένουν μόλις 126,7 τόννοι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Ριάμπκοφ, σε συνέντευξή του στο ABC News, δήλωσε ότι οι αμερικανικές κυρώσεις δεν καταφέρνουν τίποτε παραπάνω, παρά να σπρώξουν τη Μόσχα να αναπτύξει συστήματα για την απαλοιφή του περιθωριοποίηση του δολαρίου. «Κάθε βήμα του Λευκού Οίκου για να κάνει τη ζωή μας πιο δύσκολη», δήλωσε ο Ριάμπκοφ, «ωθεί τη Ρωσία πλησιέστερα στο χρονικό σημείο που θα αρχίσει να κάνει την οικονομία της (και ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα) ανεξάρτητη από το δολάριο. Σύμφωνα, δε, με διάφορες εκτιμήσεις, μέσα σε 5-7 χρόνια, η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα θα παραιτηθούν εξολοκλήρου του δολαρίου και του ευρώ στις διεθνείς πληρωμές τους, κάνοντας το σύστημα του Μπρέτον-Γουντς να καταρρεύσει.