Οι πέντε τρόποι που λειτουργούν ως ασπίδα στον κίνδυνο κατασχέσεων σε μισθούς, συντάξεις και τραπεζικές καταθέσεις
Tον κίνδυνο κατασχέσεων σε μισθούς, συντάξεις, λοιπά εισοδήματά τους και τραπεζικές καταθέσεις τους αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.
Οσοι χρωστούν στις ΔΟΥ ποσά μεγαλύτερα των 500 ευρώ κινδυνεύουν ακόμη και με κατασχέσεις σε κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία τους.
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ισχύουσα νομοθεσία δίδει τη δυνατότητα στους οφειλέτες να αμυνθούν με 5 διαφορετικούς εναλλακτικούς τρόπους, οι 4 από τους οποίους έχουν προληπτικό χαρακτήρα, θα πρέπει δηλαδή να εξετασθούν και να επιλεγούν πριν ξεκινήσει η διαδικασία της κατάσχεσης.
1.Η υπαγωγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις φορολογικές Αρχές μπορούν να ρυθμιστούν έως και 12 μηνιαίες δόσεις ή εάν προέρχονται από έκτακτη φορολογία έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4152/2013 περί «πάγιας ρύθμισης».
Η υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών τη ρύθμιση οφειλέτης θα πρέπει να αναφέρει αναλυτικά στοιχεία για την εισοδηματική και την περιουσιακή του κατάσταση από τα οποία θα πρέπει να προκύπτει, αφενός, η αδυναμία του να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, αφετέρου, η δυνατότητά του να διαθέτει από το μηνιαίο εισόδημά του ένα ποσό για την αποπληρωμή της κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης.
Η υπαγωγή στην «πάγια ρύθμιση» του ν. 4152/2013 και η υποβολή τόσο της αίτησης όσο και της απαιτούμενης υπεύθυνης δήλωσης μπορούν να γίνουν ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής εφαρμογής του συστήματος ΤΑΧΙSnet, που είναι διαθέσιμη μέσω της ιστοσελίδας της ΑΑΔΕ, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr. Κατά την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να συμπληρώνει τα σχετικά πεδία που εμφανίζονται στην οθόνη της αίτησης.
Σε κάθε περίπτωση, ο φορολογούμενος που θα υπαχθεί στη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
α) Το συνολικό ποσό των οφειλών που θα ρυθμίσει επιβαρύνεται με ετήσιο ποσοστό τόκων 5%.
β) Σε περίπτωση που, μετά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση, δημιουργηθούν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, μπορεί να τις υπαγάγει κι αυτές σε «πάγια ρύθμιση» (άπαξ) με τους ίδιους όρους.
γ) Προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση είναι ο οφειλέτης να έχει υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας, καθώς και τυχόν περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις οποίες ήταν υπόχρεος την τελευταία πενταετία.
δ) Για να είναι έγκυρη η ρύθμιση και να μην ακυρωθεί, ο φορολογούμενος θα πρέπει να εξοφλήσει είτε μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) είτε στο ΑΤΜ υποκαταστήματος της τράπεζάς του είτε σε υποκατάστημα οποιασδήποτε τράπεζας την 1η δόση της ρύθμισης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Η εξόφληση της 1ης δόσης είναι εφικτή είτε με την πληκτρολόγηση – σε περίπτωση πληρωμής μέσω e-banking ή μέσω ΑΤΜ- είτε με την προσκόμιση -σε περίπτωση προσέλευσης στο ταμείο τραπεζικού υποκαταστήματος- της λεγόμενης Ταυτότητας Ρυθμιζόμενης Οφειλής (ΤΡΟ), δηλαδή του ειδικού τριμερούς πολυψήφιου κωδικού αριθμού που συνοδεύει τη ρυθμιζόμενη οφειλή.
2. Η ασφάλιση των τακτικά καταβαλλόμενων, μέσω τραπεζικών λογαριασμών, μισθών, συντάξεων και λοιπών ασφαλιστικών επιδομάτων και παροχών μέσω της δήλωσης του βασικού τραπεζικού λογαριασμού του οφειλέτη ως «ακατάσχετου». Για κάθε οφειλέτη του Δημοσίου ισχύει ακατάσχετο όριο 1.250 ευρώ όσον αφορά στα ποσά των καταθέσεών του σε ένα λογαριασμό που έχει ανοίξει σε ένα μόνο τραπεζικό ίδρυμα. Ωστόσο, για να ισχύσει το ακατάσχετο αυτό όριο, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωστοποιήσει στην ΑΑΔΕ το συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό του, υποβάλλοντας ηλεκτρονικά σχετική δήλωση στο σύστημα ΤAXISnet. Εφόσον ο οφειλέτης έχει τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πιστώνονται κάθε μήνα ποσά μισθών ή συντάξεων ή άλλων ασφαλιστικών βοηθημάτων και κοινωνικών παροχών, οφείλει να γνωστοποιήσει αυτό το λογαριασμό στην ΑΑΔΕ, ώστε να μην κατάσχονται από αυτόν υπόλοιπα χαμηλότερα των 1.250 ευρώ.
3. Η τμηματική αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους ανά μη τακτά διαστήματα με την καταβολή ποσών «έναντι», ιδίως αν το ποσό του χρέους υπερβαίνει κατά πολύ τα 500 ευρώ. Η λύση αυτή πρέπει να επιλέγεται μόνο εφόσον είναι αδύνατη η υπαγωγή του χρέους σε «πάγια ρύθμιση» και με πρωταρχικό στόχο το συνολικό ποσό της οφειλής να περιοριστεί κάτω από τα 500 ευρώ, που είναι το όριο πάνω από το οποίο επιτρέπεται η επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων. Κάθε οφειλέτης που έχει ένα μη ρυθμισμένο ληξιπρόθεσμο χρέος μπορεί, όποτε θέλει και έχει τη σχετική ρευστότητα, να πληρώνει οποιουδήποτε ύψους ποσό «έναντι» του συνολικού αυτού χρέους σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τράπεζας ή των ΕΛΤΑ ή σε οποιοδήποτε ΑΤΜ τράπεζας ή μέσω e-banking, χρησιμοποιώντας την Ταυτότητα Οφειλής, δηλαδή τον κωδικό πληρωμής, που συνοδεύει το χρέος του. Με τη μέθοδο της καταβολής ποσών «έναντι» επιτυγχάνεται η σταδιακή μείωση του υπολοίπου της οφειλής. Μπορεί δε με τον τρόπο αυτό μια οφειλή της τάξεως των 1.000 ή των 2.000 ευρώ να μειωθεί σταδιακά κάτω από τα 500 ευρώ και ο οφειλέτης να πάψει τουλάχιστον να είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει.
4. Η υποβολή αίτησης προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ για μείωση του ποσού που υπόκειται σε κατάσχεση. Ο οφειλέτης εναντίον του οποίου έχει επιβληθεί το μέτρο της κατάσχεσης ποσοστού επί του τμήματος του μηνιαίου μισθού του άνω των 1.000 ευρώ έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ στην οποία υπάγεται, υποβάλλοντας σχετική αίτηση, τη μείωση του ποσοστού του μισθού του που παρακρατείται και κατάσχεση έναντι χρεών του προς το Δημόσιο, εφόσον αποδείξει ότι υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί λόγοι που υπαγορεύουν τη μείωση αυτή.
5. Η πώληση ακίνητου περιουσιακού στοιχείου και η απόδοση μέρους ή ολόκληρου του εισπραττόμενου τιμήματος για την αποπληρωμή της οφειλής. Σε περίπτωση ύπαρξης μεγάλου ληξιπρόθεσμου χρέους ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να πωλήσει ακίνητο περιουσιακό στοιχείο το οποίο κατέχει με την προϋπόθεση της παρακράτησης μέρους ή ολόκληρου του τιμήματος που θα εισπραχθεί προκειμένου να αποδοθεί στο Δημόσιο για την ολοσχερή ή μερική αποπληρωμή του χρέους. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης επιλέγει ο ίδιος ποιο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του θα πωλήσει. Δηλαδή, με την απόφασή του αυτή δεν επιτρέπει να φθάσει η υπόθεσή του στην κατάσχεση, όπου οι φορολογικές Αρχές επιλέγουν εκείνες για κατάσχεση και πλειστηριασμό συνήθως το καλύτερο ακίνητο, το οποίο μπορεί να είναι ακόμη και η πρώτη κατοικία του χρεοφειλέτη!
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής