Για «σημαντικό βήμα για την πλήρη απελευθέρωση των capital controls» κάνει λόγο το υπουργείο - Κριτική από την αντιπολίτευση
Ως ένα ακόμα σημαντικό βήμα για την πλήρη απελευθέρωση των capital controls, και παράλληλα ως αποτέλεσμα της αλλαγής κλίματος στην ελληνική οικονομία μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την απόφαση του Eurogroup, χαρακτηρίζει το υπουργείο Οικονομικών την υπουργική απόφαση για την περαιτέρω χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σχολιάζοντας τις αντιδράσεις σχετικά με την υπουργική απόφαση, το υπουργείο Οικονομικών επισημαίνει πως αυτές «φανερώνουν άγνοια της ουσίας του ζητήματος και της φάσης της διαδικασίας στην οποία βρισκόμαστε», και κατόπιν υπενθυμίζει τα εξής στοιχεία:
«- Η απελευθέρωση των κεφαλαιακών περιορισμών γίνεται, εξ' αρχής, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των πολιτών και της αγοράς και ταυτόχρονα να διασφαλίζεται η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
- Σε αυτό το πλαίσιο, η αναπροσαρμογή του χρονικού διαστήματος σωρευτικού ορίου ανάληψης μετρητών σε μηνιαία βάση, έγινε με σκοπό να προσαρμοστούν οι επιτρεπόμενες αναλήψεις μετρητών με τον μηνιαίο κύκλο της οικονομίας, δεδομένου ότι οι καταβολές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων γίνονται συνήθως σε μηνιαία βάση. Γι' αυτό τον λόγο, επιτράπηκε η ανάληψη 1.800 ευρώ ανά μήνα και κωδικό πελάτη –ένα σταθερό ποσό, που δεν αυξομειώνεται ανάλογα με τις ημέρες που έχει ο κάθε ημερολογιακός μήνας- καθώς κρίθηκε ότι αυτό θα ήταν πιο εύκολο να εφαρμοστεί στην πράξη από ένα συνεχώς αυξομειούμενο μηνιαίο ποσό. Παράλληλα, σημειώνεται ότι η χρήση καρτών και ηλεκτρονικών πληρωμών έχει αυξηθεί σημαντικά και συνεπώς υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες για την πραγματοποίηση των επιθυμούμενων συναλλαγών.
- Εδώ και καιρό, έχουμε δημοσιεύσει οδικό χάρτη με συγκεκριμένα βήματα για την απελευθέρωση των κεφαλαιακών περιορισμών για να προσφέρουμε σταθερό έδαφος όσον αφορά τη διαφάνεια και τις προσδοκίες των πολιτών και των επιχειρήσεων σχετικά με αυτό το θέμα.
- Σε κάθε βήμα της άρσης των κεφαλαιακών περιορισμών είμαστε σε επικοινωνία με τα μέρη που επηρεάζονται και λαμβάνουμε υπόψη τις προτεραιότητες, τις ανάγκες και τις προτάσεις τους.
- Με τη συστηματική λειτουργία της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών, έχουμε περιορίσει στο ελάχιστο τις αρνητικές επιπτώσεις των κεφαλαιακών περιορισμών για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες».
Όσον αφορά στις κύριες ρυθμίσεις της εν λόγω υπουργικής απόφασης, το υπουργείο Οικονομικών σημειώνει τα εξής:
· Παρέχεται πλέον η δυνατότητα σε κάθε νομικό πρόσωπο να διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί (αυτό αφορά περισσότερες από 200.000 επιχειρήσεις). Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται ο επιχειρηματικός κόσμος στις καθημερινές συναλλαγές του.
· Οι μισθωτοί θα μπορούν να επιλέγουν το πιστωτικό ίδρυμα από το οποίο θα λαμβάνουν τις αποδοχές τους με το οποίο συνεργάζεται ο εργοδότης τους, αίτημα στο οποίο ανταποκριθήκαμε απαντώντας σε μια υπαρκτή ανάγκη των εργαζομένων.
· Αυξάνεται από 30% σε 50% το ποσοστό ανάληψης μετρητών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα από τα χρηματικά ποσά που αυτά μεταφέρουν από την αλλοδαπή σε εγχώριο πιστωτικό ίδρυμα, ενώ υπάρχει ήδη η δυνατότητα μεταφοράς εκ νέου σε πιστωτικό ίδρυμα της αλλοδαπής του συνόλου του ποσού.
«Η πορεία προς την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών συνεχίζεται με τον ίδιο μεθοδικό τρόπο, σύμφωνα με τον οδικό χάρτη που μπορείτε να βρείτε δημοσιευμένο στον ιστότοπο του Υπουργείου Οικονομικών», καταλήγει η ανακοίνωση του υπουργείου.
Κριτική από την αντιπολίτευση
Νωρίτερα, ο Τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Σταϊκούρας είχε σχολιάσει σχετικά με τη χαλάρωση των capital controls:
«Δύο χρόνια από την επιβολή τους, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί εξακολουθούν - και θα εξακολουθούν - να υφίστανται.
Οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι οι περιορισμοί άμεσα θα εξαλείφονταν, αποδείχθηκαν, και σε αυτήν την περίπτωση, κενές περιεχομένου.
Με αποτέλεσμα οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, που επί της ουσίας δεν μεταβάλλονται, σε συνδυασμό με τη διευρυμένη και μεγαλύτερη εσωτερική στάση πληρωμών, να δυσκολεύουν τις συναλλαγές και να στερούν πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.
Οικονομία, που στενάζει από την υπερφορολόγηση των πολιτών, των οποίων η φοροδοτική ικανότητα, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν, έχει εξαντληθεί.
Η σκληρή πραγματικότητα εκδικείται τα ψέματα, τις αυταπάτες, την ανικανότητα και την ανευθυνότητα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ».
Από την πλευρά του, το ΠΑΣΟΚ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«O Υπουργός Οικονομικών του κ. Τσίπρα ανακοίνωσε σήμερα την «χαλάρωση» των capital controls. Από την 1η Σεπτεμβρίου το όριο ανάληψης γίνεται πλέον 1.800 ευρώ το μήνα δηλαδή 21.600 ευρώ ετησίως.Το προηγούμενο όριο ήταν 420 ευρώ την εβδομάδα δηλαδή 21.840 ευρώ ετησίως.
Προφανώς δεν πρόκειται για χαλάρωση αλλά για τη διαρκή σχέση της Κυβέρνησης Τσίπρα με την εξαπάτηση.
Δύο χρόνια τώρα ο κ. Τσίπρας αγωνίζεται να επαναφέρει τα πράγματα εκεί που τα βρήκε τον Γενάρη 2015 και δεν το καταφέρνει.
Τώρα που οι πρωταγωνιστές του σχεδίου κατάληψης της εξουσίας από τον κ. Τσίπρα άρχισε να μιλούν όλα είναι πιο καθαρά:
• Τα εξοντωτικά μέτρα 15 δις ευρώ που πληρώνουν όλοι με την υπερφορολόγηση και το φορο-ασφαλιστικό ήταν αχρείαστα και οφείλονται στο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
• Το βάρος των 100 δις ευρώ του 1ου εξαμήνου Τσίπρα στην πραγματική οικονομία είναι που μας οδήγησε στα παράλογα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060 με την υπογραφή του.
• Το πρωτογενές πλεόνασμα για το οποίο επαίρεται ο κ. Τσίπρας όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα είναι εύθραυστο και αυτό δεν θα αργήσει να αποδειχτεί.
• Η ελληνική οικονομία άντεξε μέχρι σήμερα γιατί δεν ήταν κατεστραμμένη όπως ισχυριζόταν ο κ. Τσίπρας αλλά και επειδή ευνοήθηκε από εξωγενής παράγοντες συγκυριακά (χαμηλές τιμές πετρελαίου, κρίση τουρισμού σε ανταγωνιστικές χώρες κλπ).
Σήμερα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι η Κυβέρνηση του κ. Τσίπρα η οποία έκλεισε ήδη τον κύκλο της με ολέθρια αποτελέσματα.
Αυτή η Κυβέρνηση δεν μπορεί τίποτα άλλο να κάνει παρά να εξαπατά διαρκώς τους πολίτες γι’ αυτό ο λόγος πρέπει να δοθεί στον ελληνικό λαό».