Στις 26 Ιουνίου του 1957 ψηφίστηκε ο νόμος σύστασης της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους
«Δεν πιστεύουν όλοι οι Γερμανοί στο Θεό, αλλά όλοι στη Μπούντεσμπανκ» είχε πει κάποτε ο Ζακ Ντελόρ, πρώην πρόεδρος της Κομισιόν, με μια δόση θαυμασμού και χιούμορ. Αργότερα και η Μάργκαρετ Θάτσερ εξέφρασε το θαυμασμό της για την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας λέγοντας ότι «εάν ήμουν Γερμανός θα κρατούσα και το γερμανικό μάρκο και την Μπούντεσμπανκ».
Σήμερα η τράπεζα συμπληρώνει 60 χρόνια λειτουργίας και, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, τα ιστορικά της ίχνη ξεκινούν αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν στην ερειπωμένη Γερμανία επικρατεί χάος, το Ράιχσμαρκ δεν έχει πλέον καμιά αξία και οι νικήτριες δυνάμεις προχωρούν σε νομισματική μεταρρύθμιση στις δυτικές ζώνες της χώρας. Στις 21 Ιουνίου του 1948, κυκλοφορεί για πρώτη φορά το μάρκο, που έγινε αργότερα η βάση για το λεγόμενο οικονομικό θαύμα. Στα πρώτα χαρτονομίσματα και κέρματα μπορούσε κανείς να διαβάσει τη φράση «Τράπεζα των γερμανικών κρατιδίων», μια τράπεζα που συνέστησαν οι σύμμαχοι, την οποία ήλεγχαν μέχρι το 1951. Στις 26 Ιουνίου του 1957 ψηφίστηκε ο νόμος σύστασης της Μπούντεσμπανκ, ο οποίος όμως τέθηκε σε ισχύ σαν σήμερα, πριν από 60 χρόνια. Η Τράπεζα έμελλε να συνδεθεί με την γερμανική οικονομική άνθηση και να γίνει ένα από τα πιο έγκυρα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο. Βέβαια, με την εισαγωγή του ευρώ η Μπούντεσμπανκ έχασε την αίγλη της.
Ο Άξελ Βέμπερ, διοικητής της Τράπεζας από το 2004 μέχρι το 2011 θυμάται: «Ανέλαβα τα καθήκοντά μου το 2004, όταν το ευρώ ήταν ήδη πραγματικότητα. Ήξερα ακριβώς ότι η Μπούντεσμπανκ ήταν τμήμα του ευρωσυστήματος και επίσης ότι μαζί με συναδέλφους άλλων κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα λαμβάναμε αποφάσεις για την πολιτική των επιτοκίων. Γι αυτό και αντικρίζω με θαυμασμό την ιστορία της Μπούντεσμπανκ και τη θαυμαστή συμβολή της».
Το πέρασμα της πιο σημαντικής αρμοδιότητας της γερμανικής τράπεζας, δηλαδή της διαφύλαξης της νομισματικής σταθερότητας, στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκάλεσε τότε πολιτισμικό σοκ, θυμάται σήμερα ο Ότμαρ Ίσινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Μπούντεσμπανκ τη δεκαετία του 90. Βέβαια ο Άξελ Βέμπερ προσεγγίζει το θέμα διαφορετικα υποστηρίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν απειλεί την ύπαρξη των Κεντρικών Τραπεζών των 18 χωρών της ευρωζώνης. «Εάν δείτε τις αρμοδιότητες που έχει σήμερα η Μπούντεσμπανκ, θα διαπιστώσετε ότι οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν σε πολλά σημεία την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τα επόμενα 50 χρόνια», υποστηρίζει.
Σήμερα, η Μπούντεσμπανκ με τους 9.800 υπαλλήλους της συνεχίζει μεταξύ άλλων να έχει υπό την εποπτεία της μαζί με την Bafin, τη Γερμανική Αρχή Εποπτείας Χρηματαγορών, 1.500 μικρά και μεσαία χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα στη Γερμανία και να προμηθεύει μέσω των υποκαταστημάτων της τις άλλες τράπεζες και το εμπόριο με ρευστό.