Πρώτα διασφαλίζεται η οφειλή, μετά εκδίδεται το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας
«Ακριβή» υπόθεση μπορεί να αποδειχθεί η χορήγηση φορολογικής ενημερότητας ειδικά αν αυτός που την ζητήσει έχει λαμβάνειν από το ελληνικό δημόσιο ή έχει βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές έστω και αν είναι ρυθμισμένες και εξυπηρετούνται κανονικά.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε φορά που φορολογούμενος με ληξιπρόθεσμες οφειλές ζητά την έκδοση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας για να μεταβιβάσει ακίνητό του ή για να εισπράξει χρήματα από το δημόσιο (ακόμα και αν αυτά αφορούν εφάπαξ, κοινωνικές παροχές ή αμοιβές για εκτέλεση έργου), θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ενημερότητα συνοδεύεται από παρακράτηση ποσού από 10% έως και 100% των εσόδων που θέλει να εισπράξει.
Η αυτόματη παρακράτηση οφειλών προβλέπεται ακόμα και για όσους έχουν υπαχθεί σε ρυθμίσεις τμηματικής εξόφλησης των οφειλών τους και πληρώνουν κανονικά τις μηνιαίες τους δόσεις.
Οι φορολογούμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής:
1. Στην περίπτωση κατά την οποία χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων, ή για μεταβίβαση ακινήτου, ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτού και υφίστανται βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τίθεται υποχρεωτικά ο όρος της παρακράτησης. Σε αυτή την περίπτωση, το συνολικό ποσό της παρακράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Επομένως, τυχόν μη ληξιπρόθεσμη οφειλή που τελεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής δεν συμπεριλαμβάνεται σε τυχόν παρακράτηση επί του αποδεικτικού. Ο οφειλέτης όμως μπορεί να ζητήσει -για να ξεμπερδεύει- και οι βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές σε καθεστώς αναστολής είσπραξης να παρακρατηθούν.
2. Στις περιπτώσεις που το αποδεικτικό ενημερότητας ζητείται για είσπραξη χρημάτων από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, το συνολικό ποσοστό παρακράτησης είναι υποχρεωτικά 100% επί της είσπραξης και μέχρι του ύψους των βεβαιωμένων προς τη Φορολογική Διοίκηση οφειλών του δικαιούχου των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (ληξιπροθέσμων και μη, καθώς και σε καθεστώς αναστολής είσπραξης).
3. Για την εξεύρεση του ελάχιστου ποσοστού παρακράτησης, υπολογίζεται το ελάχιστο ποσοστό επί της εισπραττόμενης απαίτησης (10%, 30%, 70%, κατά περίπτωση) και ταυτόχρονα υπολογίζεται το ελάχιστο ποσό που αντιστοιχεί σε δόσεις ρύθμισης (3 ή 5 δόσεις ρύθμισης από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης), προκειμένου να γίνει σύγκριση αυτών. Μετά τον ανωτέρω υπολογισμό, το ελάχιστο, δυνητικά, ποσοστό/ποσό παρακράτησης επί του αποδεικτικού ενημερότητας είναι αυτό που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο ποσό εκ των δύο.
4. Το κατώτατο ποσοστό παρακράτησης (30%, 70%) που τίθεται υποχρεωτικά επί του αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων δύναται να περιορισθεί στο 10% του εισπραττόμενου ποσού, εφόσον:
- ο αιτών το αποδεικτικό ενημερότητας έχει περιοδικές αποδεδειγμένες απαιτήσεις ή τουλάχιστον μία ακόμα απαίτηση κατά φορέων όπου είναι υποχρεωτική η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας (όπως ΕΟΠΠΥ, νοσοκομεία κ.λπ.), είναι ενήμερος σε ρύθμιση και ο αρμόδιος προϊστάμενος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής αξιολογήσει τα ποσά είσπραξης της/των απαίτησης/απαιτήσεων αυτών ως αξιόλογα σε σχέση με την οφειλή.
- ο αιτών έχει υπόλοιπο συνολικής βασικής βεβαιωμένης ρυθμισμένης οφειλής μικρότερο των 5.000 ευρώ. Για τον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ συνυπολογίζονται τυχόν ρυθμισμένες οφειλές συνυπευθυνότητας και συνυποχρέωσης, για τις οποίες ο αιτών το αποδεικτικό έχει ευθύνη για την καταβολή τους. Οι παραπάνω προϋποθέσεις μπορούν να συντρέχουν είτε σωρευτικά, είτε διαζευκτικά.