Οι επενδυτές υπέβαλαν πάνω από 200 προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισεκατομμυρίων ευρώ
Το ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ άντλησε η Ελλάδα από τη σημερινή έκδοση ομολόγου, την πρώτη μετά από τρία χρόνια, με την απόδοση του τίτλου να «κλειδώνει» στο 4,625%, έναντι του αρχικού στόχου απόδοσης 4,875%, ενώ το κουπόνι του ελληνικού ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,375%.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους, οι επενδυτές υπέβαλαν προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
«Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία και επιβεβαιώνει την θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία βαδίζει με σταθερά βήματα προς την οριστική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια», αναφέρουν οι κυβερνητικοί κύκλοι για τη σημερινή έκδοση ομολόγου.
«Συγκεκριμένα, το κουπόνι του πενταετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,375% ενώ το ύψος της απόδοσης στο 4,625%, σε τιμές σαφώς χαμηλότερες από την προηγούμενη έξοδο της χώρας στις αγορές χρήματος, τον Απρίλιο του 2014, που είχαν διαμορφωθεί στο 4,75% και 4,95% αντίστοιχα. Είναι σημαντικό επίσης ότι από τις πάνω από 200 επίσημες προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, η πλειοψηφία αφορούσε πραγματικούς επενδυτές παγκόσμιου βεληνεκούς και όχι κερδοσκοπικά funds, γεγονός που αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας», σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, που υπογραμμίζουν ακόμα ότι:
«Το ελληνικό Δημόσιο άντλησε το ποσό των 3 δισ. ευρώ, εκπληρώνοντας το στόχο του ελληνικού ομολόγου, θέτοντας στέρεες βάσεις για διαρκή και διατηρήσιμη πρόσβαση της χώρας στις αγορές χρήματος».
Όπως αναφέρει το Reuters, όταν η Ελλάδα εξέδωσε για τελευταία φορά πενταετές ομόλογο το 2014, με επιτόκιο 4,75%, περίπου 600 επενδυτές είχαν υποβάλει προσφορές συνολικού ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ.
Η στρατηγική του Ελληνικού δημοσίου
Σημειώνεται ότι το ελληνικό δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, να προαγοράσει μέρος ή το σύνολο των ομολόγων οποιαδήποτε χρονική στιγμή, είτε στην ανοικτή αγορά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
Μέρος της ονομαστικής αξίας της έκδοσης, ή των προσόδων αυτής, δύνανται να χρησιμοποιηθεί για την επαναγορά των ομολόγων λήξεως 17/04/2019, επιτοκίου 4,75% με κωδικό αριθμό (ISIN) GR0114028534, που θα προσφερθούν τελικώς προς επαναγορά σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο Πληροφοριακό Δελτίο της Πρότασης Ανταλλαγής (Tender Offer Memorandum).
Όσον αφορά τους κατόχους των ομολόγων που λήγουν το 2019 (τα οποία είχαν εκδοθεί με επιτόκιο 4,75%), προσκλήθηκαν να τα ανταλλάξουν προς το 102,6% της ονομαστικής τους αξίας με ωρίμανση το 2022.
Σύμφωνα με τους αναλυτές η κίνηση της Αθήνας σημειώνεται τη σωστή στιγμή. «Η ελληνική κυβέρνηση έπραξε σωστά» σημειώνει στο Bloomberg ο Mohit Kumar, επικεφαλής στρατηγικής επιτοκίων στην Credit Agricole CIB. «Ψυχολογικά, οι αποδόσεις είναι κάτω από τα επίπεδα που ήταν όταν η Ελλάδα βγήκε στις αγορές την προηγούμενη φορά. Και είναι μια καλή στιγμή για την έκδοση».
Για τέλειο timing κάνει λόγο ο Lutz Roehmeyer, διαχειριστής στην Landesbank Berlin Investment GmbH. «Η έξοδος στις αγορές έρχεται μετά την εκταμίευση της δόσης, μετά από τη δήλωση του ΔΝΤ το οποίο είπε ότι είναι πιθανό να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα, μετά την αξιολόγηση της S&P και πριν τελειώσει η ΕΚΤ το QE και άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια» σημειώνει. Μάλιστα ο ίδιος ήδη κατέχει ελληνικά ομόλογα και σχεδιάζει να λάβει μέρος στην νέα έκδοση.
Ποιες θετικές εξελίξεις μας οδήγησαν στις αγορές
Από το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
«Η Ελληνική Δημοκρατία ανακοίνωσε την έκδοση ομολόγου, με μία συναλλαγή με δύο σκέλη, η οποία αποτελείται από:
Μία προσφορά ανταλλαγής καθώς και μία προσφορά επαναγοράς έναντι μετρητών που απευθύνεται σε κατόχους των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου με λήξη το 2019.
Μία νέα έκδοση ομολόγου αναφοράς 5ετούς διάρκειας σταθερού επιτοκίου με λήξη το 2022.
Η συναλλαγή αυτή αποτελεί μέρος μιας συνολικής στρατηγικής η οποία αποσκοπεί:
- Στην προληπτική διαχείριση των άμεσων, μελλοντικών, χρηματοδοτικών αναγκών.
- Στην μείωση χρηματοληπτικών αναγκών της Ελλάδας το 2019.
- Στην έκδοση ενός ομολόγου με ικανοποιητική ρευστότητα, που θα αποτελεί σημείο αναφοράς στην καμπύλη αποδόσεων των ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο πλαίσιο ανασύστασής της.
Η επιλογή αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα της στρατηγικής της Ελλάδας για να ανακτήσει βιώσιμη και σταθερή πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Η απόφαση να επιχειρηθεί αυτή η συναλλαγή, βασίστηκε σε μια σειρά από θετικές εξελίξεις για την Ελλάδα:
- Την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
- Την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε Caa2, από τον οίκο Moody’s, στις 23 Ιουνίου 2017.
- Την έξοδο της χώρας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στις 12 Ιουλίου 2017.
- Τη συμφωνία για την επί της αρχής συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, στις 20 Ιουλίου 2017.
- Την αναβάθμιση της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας από την Standard and Poor’s, στις 21 Ιουλίου 2017».