«Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει ένα νέο success story» δήλωσε ο Ρέγκλινγκ
Την επόμενη βδομάδα ο ESM αναμένεται να εκταμιεύσει ποσό 7,7 δισ. ευρώ από τα 8,5 δισ. ευρώ της δόσης που αποφασίστηκε στο Eurogroup, όπως δήλωσε από το συνέδριο του Economist σήμερα ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος βρέθηκε στο ίδιο πάνελ με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, η εκταμίευση υπολογίζεται να γίνει μετά από το Eurogroup της 10ης Ιουλίου, καθώς θα πρέπει να επικυρωθεί και από το ανώτατο όργανο του ESM.
Επισήμανε ότι η διαδικασία της δημοσιονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα έχει πλέον ολοκληρωθεί με τα μέτρα που ψήφισε η Βουλή, και αυτό που μένει είναι ο οικονομικός μετασχηματισμός («και όχι πια η λιτότητα», είπε χαρακτηριστικά), με την ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων στο κράτος, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και τη λειτουργικότητα του Ταμείου για τις αποκρατικοποιήσεις.
Εάν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις, συμπλήρωσε, είναι εφικτή η έξοδος στις αγορές πριν από το τέλος του προγράμματος - στο τέλος του 2017 ή στις αρχές του 2018 - καθώς η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει ένα νέο success story.
Σχετικά με την ανάπτυξη, ο κ. Ρέγκλινγκ σημείωσε ότι «όλα εξαρτώνται από τις πολιτικές. Με σωστές πολιτικές, η ανάπτυξη μπορεί να είναι υψηλότερη των προβλέψεων». Έφερε ως πρόβλημα τους δημογραφικούς παράγοντες (μείωση γεννήσεων, γήρανση πληθυσμού), αλλά επεσήμανε πως «όταν η κατάσταση βελτιωθεί, όταν ενισχυθεί η ανάκαμψη που βλέπουμε τώρα, αυτοί που έφυγαν στο εξωτερικό μπορεί να επιστρέψουν και αυτό θα είναι θετικό για την ανάπτυξη».
Σχετικά με τη β' αξιολόγηση, ο επικεφαλής του ESM δήλωσε ότι παρότι και αυτή ολοκληρώθηκε «πολύ μετά από το προγραμματισμένο», αξίζουν συγχαρητήρια «στους Έλληνες πολίτες και στις ελληνικές αρχές» για αυτά που πέτυχαν. Πάντως, κάνοντας μια αναδρομή, ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε βγει στις αγορές και το 2014 «πριν από την ατυχή αναστροφή των μεταρρυθμίσεων στην αρχή του 2015, η οποία καθυστέρησε την ανάκαμψη της χώρας για αρκετά χρόνια και κόστισε πολλά δισεκατομμύρια».