Τεράστια απώλεια για τα δημόσια έσοδα αλλά και την αξιοπιστία του μηχανισμού ελέγχου φοροδιαφυγής στη χώρα μας προκαλεί η νέα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία βάζει τέλος στις φορολογικές αξιώσεις του ελληνικού δημοσίου με συνεχείς παρατάσεις παραγραφής, από παρανομίες που αποκαλύφθηκαν από τις αποκαλούμενες λίστες φοροδιαφυγής.
Στον αέρα βρίσκονται πλέον τα έσοδα από πρόστιμα και ρυθμίσεις χρεών που υπολόγιζε η κυβέρνηση από αναδρομικούς ελέγχους και ανοίγματα τραπεζικών λογαριασμών από το 2001 και μετά.
Η απόφαση του ΣτΕ βάζει οριστικό φρένο στην μαζική παράταση της πενταετούς παραγραφής. Όλοι οι φορολογικοί έλεγχοι που έγιναν πλέον της πενταετίας, μεταξύ των οποίων και αυτοί που διενεργήθηκαν και διενεργούνται στις λίστες μεγαλοκαταθετών βρίσκονται πλέον στον αέρα και τα έσοδα που προσδοκούσε η κυβέρνηση από τους ελέγχους πέφτουν στο κενό.
Στο οικονομικό επιτελείο τηρούν ακόμη στάση αναμονής, μέχρι να πάρουν στα χέρια τους καθαρογραμμένη την απόφαση.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που κατατέθηκαν από το υπουργείο Οικονομικών, από τα βεβαιωθέντα πρόστιμα ύψους 555.685.564,24 όπως προέκυψαν από τον έλεγχο λιστών από εμβάσματα και εξωχώριες εταιρείες, εισπράχθηκαν μόλις 80 εκατομμύρια ευρώ.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ομόφωνα ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής και οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής είναι αντισυνταγματικές.
Το ΣτΕ, με την υπ’ αρ. 1738//2017 απόφασή της κρίνει ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων του δημοσίου είναι υποχρεωτική μετά την παρέλευση της πενταετίας και οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής που έχουν δοθεί μέχρι τώρα είναι αντισυνταγματικές.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται χαρακτηριστικά:: «η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια ενόψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λπ.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προισχυουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά… η ταχύτητα των εξελίξεων σε όλους τους τομείς μεταξύ των οποίων και ο οικονομικός και ο επιχειρηματικός επιβάλλει προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος την ταχύτητα κατά το δυνατόν εκκαθάρισης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων, προκειμένου να προγραμματίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, να γνωρίζουν τις οφειλές τους επικαίρως και κατά τακτά και σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα διότι η συσσώρευση των οφειλών πολλών ετών, λόγω μη της παρόδου μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών καταλογιστικών πράξεων και η αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα».
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου υιοθετώντας την ανάλογη κρίση και των Τμημάτων του, υπογραμμίζει ότι για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το επόμενο της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος.