Προβληματισμένη σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ανάλυση, η οποία συνοδεύει την έκθεσή της για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
Κατά τις απαιτήσεις της Επιτροπής θα πρέπει να εφαρμοστούν πρόσθετα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο. Συγκεκριμένα, μιλά για την ανάγκη «εφαρμογής πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, πάνω στις συνθήκες και τις δεσμεύσεις που έθεσαν οι αποφάσεις του Eurogroup στις 25 Μαΐου 2016 και στις 15 Ιουνίου 2017».
Ειδικότερα, στο σχετικό έγγραφο, το οποίο αποκάλυψε χθες το πρακτορείο Bloomberg, επισημαίνεται η ανάγκη για παρατάσεις των ωριμάνσεων των ομολόγων, όπως και των περιόδων χάριτος για κεφάλαια και τόκους, καθώς και για την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα.
«Ενας κατάλληλος συνδυασμός μέτρων διαχείρισης του χρέους (περιλαμβανομένης της πλήρους εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων), παράτασης των ωριμάνσεων και των περιόδων χάριτος για το κεφάλαιο και τους τόκους, συν η χρήση των κερδών των SMP και ANFA θα επιτρέψουν στο ελληνικό χρέος να επιστρέψει σε βιώσιμα επίπεδα σε όρους ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών», αναφέρει το έγγραφο.
Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Κομισιόν, στο βασικό σενάριο οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες διαμορφώνονται στο 17,5% το 2017 και υποχωρούν στη συνέχεια σημαντικά κάτω από 15% φτάνοντας το 9,5% του ΑΕΠ το 2022.
Μετά το 2030 ανεβαίνουν, αλλά και πάλι συγκρατούνται στο όριο του αποδεκτού, φτάνοντας στο 20% του ΑΕΠ το 2045 και στο 20,8% του ΑΕΠ το 2060. Το βασικό αυτό σενάριο βασίζεται στην παραδοχή ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο καθ’ όλη την περίοδο μετά το 2022 (έως τότε θα είναι 3,5%του ΑΕΠ). Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του Eurogroup προβλέπει πως το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι «ίσο ή πάνω αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ» στην περίοδο από το 2023 έως το 2060.
Στο δυσμενές σενάριο, βεβαίως, η δυναμική του χρέους καθίσταται εκρηκτική από τα μέσα της δεκαετίας του 2030, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά το Bloomberg, αφού το ύψος του φτάνει 241% του ΑΕΠ το 2060. Στο σενάριο αυτό, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το όριο του 20% από το 2033 και φτάνουν στο εξωπραγματικό 56,6% του ΑΕΠ το 2060. Οι παραδοχές στο σενάριο αυτό είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα περιοριστεί στο 1,5% του ΑΕΠ στην περίοδο μεταξύ του 2023 και του 2060 και η ανάπτυξη θα είναι 2,7% κατά μέσον όρο την ίδια περίοδο.