«Η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί τόσο που υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες επιτάχυνσης μόλις αρθούν τα εμπόδια που την περιορίζουν»
Σε άρθρο της ηλεκτρονικής έκδοσης των Financial Times, η Ελλάδα μπαίνει για άλλη μια φορά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με αφορμή τις συνομιλίες για το πρόγραμμα «διάσωσης». Το κείμενο τιτλοφορείται «Βάλτε τώρα την Ελλάδα στον ενάρετο κύκλο» και το παρουσιάζει το euro2day.gr:
Είστε δικαιολογημένοι για την παράβλεψη. Οι εξεγέρσεις του εκλογικού σώματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία είναι εξαιρετικά σημαντικές για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά η επίλυση της ελληνικής οικονομικής κρίσης έχει και αυτή σημασία.
Και αυτή την εβδομάδα, οι συνομιλίες για το πρόγραμμα «διάσωσης» της Ελλάδας κορυφώνονται.
Υπάρχουν ομοιότητες με τις προηγούμενες συνομιλίες: οι χρονοτριβές έχουν καθυστερήσει την τελευταία εκταμίευση δόσης, με μόλις λίγες εβδομάδες να απομένουν για την αποπληρωμή ενός μεγάλου ομολόγου από την Αθήνα. Ακόμα δεν έχει υπάρξει κάποια απτή υλοποίηση της υπόσχεσης ελάφρυνσης χρέους που παρουσιάζεται δελεαστικά μπροστά στα μάτια των Ελλήνων εδώ και χρόνια.
Αλλά οι αντηχήσεις είναι περισσότερο αχνές, παρά εκκωφαντικές. Όλοι αναμένουν ότι ο νέος γύρος αναχρηματοδότησης θα έρθει άμεσα. Δεν θα υπάρξει μια επανάληψη της αγωνιώδους διαπραγμάτευσης του 2015 που θα μπορούσε εύκολα να είχε ολοκληρωθεί με την Ελλάδα να φεύγει από το ευρώ.
Οι επανειλημμένες καθυστερήσεις ωστόσο και η ριζική αναποφασιστικότητα για το χρέος, δεν κάνουν καλό σε κανέναν: ούτε στην ελληνική οικονομία και άρα ούτε στους πιστωτές της Ελλάδας, για τους οποίους η αξία των απαιτήσεων τους βασίζεται στην ικανότητα της Ελλάδας να της τηρήσει.
Η βασική διαφωνία είναι ανάμεσα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους Ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας. Περιληπτικά, το ΔΝΤ είναι πιο απαισιόδοξο σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης για τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και τη δυνατότητα της να διατηρήσει μεγάλα πλεονάσματα. Ως εκ τούτου, ο οργανισμός επιμένει περισσότερο σε μια δέσμευση της Ευρώπης για αναδιάρθρωση χρέους που θα είναι πιο γενναιόδωρη και πιο συγκεκριμένη από ότι έχει προσφερθεί μέχρι τώρα.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, έχει επικρίνει δημόσια το ΔΝΤ για τη χαμηλή μακροπρόθεσμη εκτίμηση για ανάπτυξη μόλις 1% το χρόνο τα επόμενα 40 χρόνια. Ακόμα και η ευρωπαϊκή πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,25% είναι πολύ χαμηλή, αλλά έχει μεγάλη διαφορά για την απαιτούμενη ελάφρυνση χρέους.
Μια ψύχραιμη ματιά στα δεδομένα αποκαλύπτει πως δεν υπάρχει πολύ λογική στο να γίνει αυτή η διαφωνία ένα τόσο μεγάλο εμπόδιο.
Ο λόγος είναι διπλός. Πρώτον, η δομή του ελληνικού χρέους έχει ήδη επεκταθεί τόσο που το τεράστιο μέγεθος του δεν έχει τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι πόσο η εξυπηρέτηση του επιβαρύνει την ελληνική οικονομία από χρόνο σε χρόνο. Κατά συνέπεια, μπορεί κανείς να μειώσει σημαντικά αυτό το βάρος χωρίς να διαγράψει την ονομαστική αξία που χρωστάει η Ελλάδα, την πιο κόκκινη από τις κόκκινες γραμμές που έχουν τραβήξει οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης. Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα που εξάγει η πιο περιεκτική ανάλυση του ελληνικού χρέους από οικονομολόγους του Peterson Institute.
Δεύτερον, λόγω της αναδιάρθρωσης που έχει ήδη γίνει, δεν είναι το μέγεθος του χρέους αυτό που κρατάει πίσω την ανάπτυξη. Η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί τόσο που υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες επιτάχυνσης μόλις αρθούν τα εμπόδια που την περιορίζουν. Στα εμπόδια αυτά περιλαμβάνεται η διαρκής λιτότητα στον προϋπολογισμό για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, η αβεβαιότητα για τη βραχυπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους και η πιθανότητα μιας νέας κρίσης αναχρηματοδότησης και γενικότερα οι αμφιβολίες που δημιουργούν οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις που κάνουν τους ανθρώπους να μην επενδύουν, ενώ υπάρχουνcapital controls και ο αποκλεισμός από τις αγορές ομολόγων της κεντρικής τράπεζας.
Είναι σχετικά εύκολο να φανταστεί κανείς ένα ενάρετο κύκλο στον οποίο και τα τρία παραπάνω αντιστρέφονται, ο οποίος θα αποδείκνυε ότι είναι λανθασμένη η μακροχρόνια απαισιοδοξία των πιστωτών της Ελλάδας. Σημειώστε πως η Ελλάδα επέστρεψε στην ανάπτυξη το 2014, όταν δεν είχε προγραμματιστεί ή εφαρμοστεί δημοσιονομική προσαρμογή (έπεσε πίσω στην ύφεση με την πολιτική αβεβαιότητα του επόμενου έτους, όταν, επέστρεψε εκδικητικά το σφίξιμο του ζωναριού από την κυβέρνηση).
Σήμερα με το τέλος της λιτότητας να είναι ορατό, η ελληνική οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται ξανά, αν και αδύναμα. Η ανεργία υποχωρεί. Φανταστείτε τη βελτίωση που θα μπορούσε να αναμένεται αν η συμφωνία οδηγήσει στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Ως εκ τούτου επιβάλλεται να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα λιτότητας το συντομότερο δυνατό για να δοθεί στην οικονομία χώρος να αναπνεύσει, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους σε βραχυπρόθεσμο-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Μια κυκλική άνοδος, αν της δοθεί χρόνος να αναπτυχθεί μπορεί να ανατρέψει τις πολιτικές εκτιμήσεις, αφήνοντας την ανάκαμψη να αποκτήσει ρίζες και κάνοντας όλα τα στοιχεία περισσότερο ελκυστικά. Αυτό με τη σειρά του μπορεί ακόμα και να επιτρέψει ένα διατηρήσιμο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα.
Αυτό, με τη σειρά του, ίσως ακόμα και να επέτρεπε ένα διατηρήσιμο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα. Ενώ οι συντάκτες της έκθεσης του Peterson σημειώνουν την πολύ χαμηλή συχνότητα μιας τέτοιας μεγάλης περιόδου κυβερνητικών πλεονασμάτων, πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι μόνο η αύξηση των κρατικών αποταμιεύσεων που χτυπά βραχυπρόθεσμα την ανάπτυξη. Ενα μεγάλο αλλά διατηρήσιμο πλεόνασμα είναι συμβατό με την ταχεία ανάπτυξη (στην ορολογία αντιστοιχεί σε «μηδενική δημοσιονομική ώθηση»).
Ετσι, για να κλείσει η συμφωνία, δεν πρέπει να σχεδιαστεί περισσότερη δημοσιονομική προσαρμογή, δεδομένου ότι η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% την προηγούμενη χρονιά. Πρέπει επίσης να αξιοποιηθούνόλοι οι αναξιοποίητοι πόροι από τα δάνεια του προγράμματος για την αναχρηματοδότηση προκαταβολικά όλων των λήξεων χρέους τα επόμενα λίγα χρόνια. Τέλος πρέπει να επεκταθεί το προφίλ χρέους ακόμα περισσότερο, στο πλαίσιο της πρότασης της έρευνας του Peterson.
Πώς θα φτάσουμε σε μια τέτοια συμφωνία δεδομένου του σημερινού αδιεξόδου; Αναγνωρίζοντας πόσο διαφορετικές είναι οι προσδοκίες για την ανάπτυξη. Η διαφωνία πρέπει να γυρίσει ανάποδα ώστε να αναγνωρίζει το εξής στοιχείο. Αν οι Ευρωπαίοι αποδέχονταν την άποψη του ΔΝΤ για τις προοπτικές ανάπτυξης, θα έπρεπε επίσης να αποδεχτούν την έκκληση για περισσότερη ελάφρυνση χρέους, δεδομένων των δεσμεύσεων που ανέλαβαν. Αν το ΔΝΤ αποδέχονταν τις εκτιμήσεις των ευρωπαίων, θα έπρεπε να μειώσει τις απαιτήσεις για ελάφρυνση χρέους. Υπό την προϋπόθεση της μελλοντικής ανάπτυξης, οι επιμέρους πλευρές είναι σε συμφωνία.
Δεν υπάρχει όμως λόγος να συμφωνήσουν στις εκτιμήσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη. Αντίθετα, η υπό όρους συμφωνία μπορεί να χτιστεί στην αναδιάρθρωση χρέους. Το χρέος της Ελλάδας στους διάφορους μηχανισμούς διάσωσης πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ενσωματώνει τις πληρωμές που συνδέονται με το ΑΕΠ για να καλύπτεται η εξυπηρέτηση του χρέους αν η ανάπτυξη απογοητεύσει, αλλά να επιταχύνει τις πληρωμές αν υπεραποδώσει.
Το πρόβλημα του ελληνικού χρέους είναι ένας γόρδιος δεσμός. Η τεχνοκρατική λύση υπάρχει και μπορεί να καλύψει τις διαφαινόμενες πολιτικές διαφορές. Αυτή η λύση πρέπει να υιοθετηθεί τώρα. Ο κόμπος πρέπει να σπάσει. Διαφορετικά η διαμάχη για μικροποσά θα συνεχίσει να προκαλεί δυσανάλογη ζημιά στην Ελλάδα και οικονομικά και πολιτικά ρίσκα σε όλους.