Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων φθάνει το 3,32% σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ
«Πρωταθλήτριες» αναδείχθηκαν για μία ακόμη φορά οι ελληνικές τράπεζες στην Ευρωζώνη, όσον αφορά στο επιιτοκιακό περιθώριο, αλλά και στα κόκκινα δάνεια, όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σύμφωνα με αυτά που αφορούν στο δεύτερο τρίμηνο του 2024, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να λειτουργούν με επιτοκιακό περιθώριο 3,32%, το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη. Όσον αφορά δε στα κόκκινα δάνεια, παρά την μεγάλη μείωση τους που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ο δείκτης για το ίδιο διάστημα πάντα αγγίζει το 4,10% και είναι σχεδόν διπλάσιος του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ο οποίος διατηρείται στο 2,30%. Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΚΤ το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε το τρίμηνο του 2024 στο 3,32%, ενώ υψηλότερο είναι μόνο στη Σλοβενία 3,63%, στη Λιθουανία 3,67% και στη Λετονία 3,78%. Αντιθέτως το επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων - χορηγήσεων στο Βέλγιο είναι μόλις 1,41% στη Γερμανία 1,07%, στην Ιταλία 2,31%, και στην Πορτογαλία 2,96%.
Όσον αφορά στην εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων καταγράφεται σημαντική βελτίωση καθώς ο σχετικός δείκτης έχει υποχωρήσει από το 5,70% πριν από ένα χρόνο (β εξάμηνο 2023) στο 4,10%. Εντούτοις είναι σχεδόν διπλάσιος (2,30%) του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διαθέτουν αναλογικά τα περισσότερα κόκκινα δάνεια σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο σχετικός δείκτης των κόκκινων δανείων βρίσκεται στο 1,66% στη Γερμανία, στο 1,64% στο Βέλγιο, στο 2,67% στην Ιταλία και στο 3,14% στην Ισπανία. Στην Κύπρο ο σχετικός δείκτης έχει σχεδόν μηδενιστεί.
Όσον αφορά στο σύνολο της Ευρωζώνης, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) εξαιρουμένων των υπολοίπων μετρητών στις κεντρικές τράπεζες διαμορφώθηκε σε 2,30% το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (αριθμητής) αυξήθηκε κατά 1,33 δισεκ. ευρώ σε 356 δισεκ. ευρώ, ενώ το σύνολο των δανείων και προκαταβολών (παρονομαστής) αυξήθηκε κατά 111,72 δισεκ. ευρώ, σε 15.456 δισεκ. ευρώ, διατηρώντας τον δείκτη σταθερό σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (2,31%).
Όσον αφορά στον καταμερισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων το δεύτερο τρίμηνο του 2024 κατά τομέα δραστηριότητα ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε σε 3,57% για τα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (NFCs) (από 3,55% το προηγούμενο τρίμηνο και 3,38% πριν από ένα έτος) και στο 2,23% για τα δάνεια προς νοικοκυριά (από 2,24% το προηγούμενο τρίμηνο και 2,20% πριν από ένα έτος). Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων για τα δάνεια προς τις Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις (ΜΧΕ) με εξασφαλίσεις από εμπορικά ακίνητα ήταν σταθερός στο 4,61% (σε σύγκριση με 4,60% το προηγούμενο τρίμηνο), ενώ για τα δάνεια προς νοικοκυριά που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας ακίνητα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε ελαφρά στο 1,58% (από 1,61% το προηγούμενο τρίμηνο).
Το συνολικό ποσοστό των Μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται στο «Στάδιο 2» (δάνεια που εμφανίζουν πρόβλημα στην εξυπηρέτηση τους , χωρίς όμως να έχουν κοκκινίσει ) επί του συνόλου των δανείων μειώθηκε σε 9,45% (από 9,50% το προηγούμενο τρίμηνο). Ο δείκτης του σταδίου 2 μειώθηκε σε 13,57% για τα δάνεια προς τις ΜΧΕ και σε 8,80% για τα δάνεια προς τα νοικοκυριά (από 13,60% και 8,84% αντίστοιχα το προηγούμενο τρίμηνο).