Τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα στο 0,03% και 0,20% αντίστοιχα
Σε αυξήσεις στα επιτόκια δανείων προχώρησαν τον Ιούλιο οι τράπεζες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,57%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,86%, με αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,29 εκατοστιαίες μονάδες.
Πιο αναλυτικά:
Τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα στο 0,03% και 0,20% αντίστοιχα.
Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 1,87%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 5 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 3,11%.
Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 9 μονάδες βάσης (0.09%) και διαμορφώθηκε στο 5,86%.
Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (κατηγορία που περιλαμβάνει τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, τα ανοικτά δάνεια και υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς) παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 14,93%.
Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 11 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 12,34%, ενώ το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 28 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,42%.
Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια μειώθηκε κατά 13 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 6,48%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων μειώθηκε κατά 7 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 7,48%.
Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 22 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 5,63%. Το μέσο επιτόκιο των δανείων τακτής λήξης με κυμαινόμενο επιτόκιο προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 5,87%.